Ελένη

Δημιουργός: Philologus 89, Ορέστης-Ίωνας

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Γη ευλογημένη.
Μα, τώρα δα, λησμονημένη.
Μάνα, ω μάνα, εσύ, εσταυρωμένη.
Κι απ’ τα παιδιά σου εδώθε-εκείθε σφαγιασμένη.

Δες τους! Μήτε σ’ ακούν, ουδέ σ’ αποζητούν.
Τα τείχη σου τους τοίχους τους πλέον κοσμούν.
Στ’ αχνάρια σου οι πονηροί πέφτουν και προσκυνούν.
Μα, τ’ αγνά τα στήθη σου -θυσία- στον Μαμωνά πωλούν.

Οι πέτρες σου όμοιες τα ντουβάρια τους γινήκανε.
Κι εσέ φορέματα χυδαία -ανερυθρίαστα- σε ντύσανε.
Όσοι για μιαν τιμήν συμφέρουσαν γλήγορα σε εγδύσανε,
τρέξαν, σε διαλαλήσανε, φτηνά σε ξεπουλήσανε.

Και να φορείς σου δίδαξαν ψιμύθια.
Καθώς σε πρόσωπα φτειασιδωμένα η βρομιά και η ασχήμια.
Μ’ όλην τη θλίψη, μ’ όλην τη βουερή αυτή μιζέρια,
από τον κόσμο εκάς το θάμα, σιμά η πρόστυχη η γύμνια.

Και εις ανάμνησην προφέρουν ακόμη όλοι τους τ’ όνομά σου.
Με καρδίαν ελαφράν οι γυρολόγοι χάσκουν στ’ αντίκρισμά σου.
Κώνωπες οι ανωφελείς, φευ, πικρό φιλί στα ρόδινα τα μάγουλά σου.
Κώνωπες οι ανωφελείς, αλίμονο για τα παιδιά σου.


Δημοσίευση στο stixoi.info: 18-04-2016