Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Πιστεύω

Πιστεύω

Δημιουργός: Γιώργος Παν

λα λα λα λα λα λα λα λα λα λα λ αλ αλ αλ αλ αλ αλ αλ αλ αλ αλ αλ αλ λα λα λα λα λα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Πιστεύω εις ένα Θεόν.
Θυμάμαι να λέμε κάθε Κυριακή στην Εκκλησία κι ο Παππάς στο κατηχητικό να μας λέει να το μάθουμε απ' έξω.
Δεν πιστεύω στον Παππά, ούτε στον ένα Θεόν.
Πιστεύω στο ότι το έμαθα απ' έξω κι έχουν περάσει 15 χρόνια κι ακόμα το θυμάμαι.
Πιστεύω στον άγνωστο κόσμο μιας και είναι το μόνο που με κρατά απ' το θάνατο.
Εχθές δε μπορούσα να κοιμηθώ.
Έψαχνα ένα νόημα στο γαμημένο αυτό πλανήτη.
Δε μπορούσα να το βρω.
Οι σκέψεις περνούσαν από μπροστά μου τόσο γρήγορα που δε μπορούσα να τις συγκρατήσω.
Τις έβλεπα άναυδος όπως κοιτά κανείς μια χολυγουντιανή ταινία με γρήγορο μοντάζ.
Η ώρα περνούσε, το φως της ανατολής μπήκε απ' το παράθυρο.
Σηκώθηκα, έκλεισα την κόκκινη κουρτίνα.
Άρχισα να στριφογυρίζω στο στενό μου κρεβάτι ψάχνοντας την τέλεια θέση που θα ανάπαυε κι απόψε το κορμί μου. Ήξερα πως τέτοια θέση δεν υπήρξε ποτέ. Και δε θα υπήρχε όσο κι αν την ποθούσα. Κάθε μέρα αυτή η θέση είναι διαφορετική. Δες πως βολεύονται οι γάτες και τα υπόλοιπα ζώα. Κάθονται στα πόδια τους, ρίχνουν την κοιλιά τους πάνω απ' τα νύχια τους και το κεφάλι τους μοιάζει να αιωρείται αναπαυμένο στο μικρό τους λαιμό. Δες τώρα πως κοιμούνται και οι άστεγοι. Πολύ πιο άνετοι δείχνουν όταν έχουν ένα κρεβάτι κάτω από μια γέφυρα. Λιγότερο άνετοι μα το ίδιο αδιάφοροι όταν ακουμπάνε σε κάποιο παγκάκι ή στη τζαμαρία ενός καταστήματος ρούχων που έκλεισε πριν λίγα χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσης.
Ψάχνω κάτι να με ανακουφίσει απ' αυτή τη μάταια κούραση. Οι σκέψεις γρηγορεύουν όσο η ώρα περνά. Αποφασίζω να κάτσω ακίνητος, ατρόμητος και να περιμένω τη ζωή, τον εαυτό μου, το Θεό, το θάνατο ή τέλος πάντων αυτό που είναι να έρθει, με αποφασιστηκότητα και αγριάδα σαν αυτή που φαντάζομαι θα είχαν οι αντάρτες στα βουνά της Εύβοιας ή της Κρήτης, με το όπλο αγκαλιά, ακούγωντας τις τρομακτικές μα τρομαγμένες συνάμα φωνές του εχθρού που τους έψαχνε στις σπηλιές και στα φαράγγια. Ακούω κάτι πουλιά να κελαηδάνε. Γιατί κελαηδάνε? Ίσως κάτι μου λένε. Μα δε μπορώ να το αποκωδικοποιήσω. Στα αλήθεια! ξανασηκώνομαι απ' το κρεβάτι, κλείνω το παράθυρο. Ξαπλώνω απογοητευμένος. Ούτε κι απόψε δε με εμπιστεύτηκε κανείς. Κανείς δε θέλησε να επισκεφτεί ένα μόνο νέο. Και είμαι σίγουρος ότι όταν δε θα περιμένω κανέναν, όταν θα τους γράψω όλους στα αρχίδια μου, τότε θα αρχίσουν να χτυπάνε τις πόρτες, τα κουδούνια, τα τηλέφωνα... όπως παλιά. Κάποτε νοσταλγούσα. Σαν έκατσα να μπω μες στην ανάμνηση όμως θυμήθηκα πως οι εποχές που νοσταλγώ δεν ήταν και οι καλύτερες. Σήμερα τις θεωρώ πιο εύκολες γιατί είναι παρελθόν. Και δεν έχω τίποτα να φοβηθώ απ' το παρελθόν. Θυμάμαι πλεόν όμως, ότι τότε ήμουν πολύ μελαγχολικός. Ακόμη κι όταν ήμουν τόσο μικρός που δεν είχα κάτι να νοσταλγώ. Όλη η ζωή ήταν μπροστά μου που λένε. Και σήμερα οι γονείς μου αυτό πιστεύουν. Πως όλη η ζωή είναι μπροστά μας. Μπροστά σας παιδιά είναι η ζωή! Μην την πατάτε με τα καινούρια σας παπούτσια. Κάπως έτσι θα έλεγαν οι παππούδες μου στα παιδιά τους αν ζούσαν. Μα έχουν πεθάνει όλοι τους. Κι αυτοί όπως και τόσοι άλλοι που μας πρόσφεραν θάρρος, τόλμη για ζωή, κι ένα λόγο να υπάρχουμε υπερήφανοι μέσα σε όλη αυτήν τη ξεφτίλα του ανθρώπινου είδους. Εχθές τους θυμήθηκα όλους. Τη γιαγιά μου που έφτιαχνε τα καλύτερα γλυκά για τα εγγόνια της, τους καλλιτέχνες που με μεγάλωσαν μέσα απ' τις αντεγραμμένες κασέτες, τον Ιησού που το σταύρωσαν, τους αγίους που τον αντικατέστησαν, και σοφούς ανθρώπους που δεν κράτησαν την καύλα της ζωής γι αυτούς λες κι ήταν χρυσάφι και θα αγόραζαν μ' αυτό τον κόσμο αλλά είπαν: ρε παιδιά, εκεί πάνω στο βουνό που ήμουν τόσο καιρό βρήκα το και το και το! Ακούστε εδώ να χαρούμε όλοι μαζί. Δεν τη μπορώ τη μοναξιά ρε παιδιά, δεν τη μπορώ.
Και βρίσκομαι σήμερα να λέω πως δεν πιστεύω προσδοκώντας κάτι να αλλάξει για να πιστέψω. μα πόσο μάταια είναι όλα αυτά. Και καταλήγω πως η ζωή δεν είμαστε εμείς. Η ζωή είναι κάτι που είμαστε κι εμείς μέσα, κι όταν της χαμογελάμε περνά κι από μέσα μας. Αλλά αν της χαμογελάμε ψεύτικα δεν πρόκειται να μας κάνει το χατήρι. Περιμένει από μας αληθινό έρωτα. Όπως κι εμείς απ' αυτήν. Πιστεύω λοιπόν όσο μοιράζομαι την τρέλα μου και εκπλήσσομαι όταν υπάρχουν άνθρωποι που την ακούν αυτή τη γλώσσα και την καταλαβαίνουν κι αντιδρούν. Που ξέρεις ίσως αύριο δεν αρκεστούμε σε αυτήν την κατανόηση και στην τυφλή πίστη στο άγνωστο αλλά όλοι μαζί πούμε:πάμε ρε μαλάκες να κάνουμε το καλύτερο για μας. Μη σκαλώνετε και μας φάγαν λάχανο. Εεε μαλάκες!!!

Δημοσίευση στο stixoi.info: 30-06-2016