Δυστοπία

Δημιουργός: Nikos8

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μια μέρα στο βουνό ανέβηκα μονάχος,
μια βόλτα για να κάνω, τις μνήμες μου να σβήσω.
Διέσχισα ποτάμια, δάση και λιβάδια,
και κάτω από ένα πλάτανο κάθισα και σκεφτόμουν.
Κι εκεί που συλλογιόμουνα να σου ένα κοράκι.
Μπροστά μου ήρθε κι έκατσε, στα μάτια με κοιτούσε.
Και με φωνή ανθρώπινη φώναξε τ’ όνομά μου.
Σκιάχτηκα και σηκώθηκα και άρχισα να τρέχω,
πιστεύοντας η κούραση πως μ’ είχε καταβάλει.
Μα ο κόρακας ξοπίσω μου πετούσε μανιασμένος
και με φωνή ανθρώπινη μου ‘πε να μη φοβάμαι.
Σάστισα κι απ’ την κούραση σταμάτησα να τρέχω.
Γύρισα και τον κοίταξα κι ο κόρακας γελούσε.
«Καιρό τώρα σε έψαχνα» μου ‘πε «εκεί στα ξένα».
Έντρομος τον ερώτησα ποιο ήταν τ’ όνομά του,
μ’ αυτός αρνήθηκε να πει, δήθεν να μην τρομάξω.
Μου ‘πε πως ήρθε να με βρει κάτι για να μου δείξει.
Έναν κόσμο αλλιώτικο στα έγκατα της γης.
Κι ύστερα πέταξε μακριά κι εγώ έτρεχα ξοπίσω.
Έξω απ’ το δάσος μια σπηλιά αντίκρυσα μεγάλη.
Κι ο κόρακας σταμάτησε κι άραξε σ’ ένα βράχο.
Με κοίταξε και μου ‘γνεψε να μπω μαζί του μέσα.
Μπήκα κι εγώ νομίζοντας πως όνειρο είναι όλα.
Χάθηκε ο ήλιος ξαφνικά μες στης σπηλιάς το βάθος.
Φόβος, σκοτάδι κι ερημιά και μπρος μου μία πόρτα,
ατσάλινη με γράμματα και σύμβολα αρχαία.
Ο φόβος με κυρίεψε κι ο κόρακας γελούσε.
Την πόρτα άνοιξε με μιας, το ράμφος του χτυπώντας.
Και είδα εικόνες άθλιες, περίεργες μοιραίες.
Έντονη ήταν η οσμή της σάρκας που φλεγόταν.
Κι άκουγα θορύβους φρικτούς απ’ τα έγκατα βγαλμένους.
Πλάσματα απόκοσμα, δύσμορφα κι αιμοβόρα.
Την πείνα τους να σβήνουνε με θύματα ανθρώπους.
Ανθρώπους που βασάνιζαν με πάθος και μανία.
Και η δυσοσμία να χαλά τον λιγοστό αέρα.
Λίγο πιο κάτω είδα κλουβιά με οστά όλα γεμάτα.
Κι ένα βωμό περίτεχνο σκυλιά να τον φυλάνε.
Σκυλιά με δύο κεφαλές μα μ’ ένα μόνο μάτι,
να βγάζουνε άσχημες κραυγές κι εμένα να κοιτάνε.
Φοβήθηκα μα ο κόρακας με σήκωσε ψηλά
και φτάσαμε στην άκρη, στην έξοδο πετώντας.
Βγήκα από πόρτα μυστική, αιώνια κρυμμένη.
Κι ο κόρακας με κοίταξε με βλέμμα λυπημένο.
Ξανά τότε τον ρώτησα ποιο ήταν τα’ όνομά του.
Μ’ αυτός ψηλά επέταξε με δάκρυα στα μάτια.
Δάκρυα που πέφτανε και βάφαν’ τα λουλούδια,
με πορφυρό χρώμα βαθύ σαν από φλέβας αίμα.
Κι εγώ πάλι μονάχος μου στο δάσος είχα μείνει.
Με την εικόνα της σπηλιάς πάλι να με στοιχειώνει.
Θέλω τον κόρακα να δω ξανά να τον ρωτήσω,
το όνομα του να μου πει πριν να τον χαιρετίσω…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-11-2016