Αμμόχωστος "βασιλεύουσα

Δημιουργός: ΑΝΤΗΣ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

κάτασπρη φτερούγα να τρέχει η σκέψη
χαμήλωσα τα μάτια μου τριγύρου
στο φώς που ανηφόριζε να επιστρέψει
σ’εκείνο το καλοκαίρι του ονείρου

την είπα ακοίμητη φωνή ελπίδας
αληθινό σα νάναι παραμύθι
διαλέγοντας μιάν άκρη της πατρίδας
στη γή που φανερώθηκαν οι μύθοι

ήμουν κι εγώ σαν άλλοτε γενναίος
να ξεφύγω τον αιώνιο εαυτό μου
περίμενα να μείνω τελευταίος
στο νησί γυρεύοντας τον αδερφό μου

βγάζει ως την ακτή, ξέρω τον δρόμο
μακρύς κι αν είναι θα τα καταφέρει
το δόλο να τον σηκώσει στον ώμο
τον ήλιο τή θάλασσα τ’αέναα θέρη

βλέπω οράματα σπαταλώ τη πνοή μου
της Αμμοχώστου μ’όλα τα κοπέλια
σε σπίτι αδειανό δεν μπαίνει η ψυχή μου
άφοβη θέλει,εμποδίζουν τα τέλια

ονειροπόλος σε καιρούς της στέγνιας
πρόσωπα δεν βρήκα να τα ρωτήσω
είχαν φύγει με τον καημό της έγνοιας
πως θα μπορέσω να ξαναγυρίσω

μέσα στο πούσι φαίνονται οι Κλαψίδες
μαντατοφόρες ύστερα απο χρόνια
κοιμίζουν ήσυχα τις εσπερίδες
στους κήπους με τα κατάξερα κλώνια

και τα μήλα,ποιος έκλεψε τα μήλα;
κάποιος άλλος ξενικός ξοδεμένος
ήταν εκεί στ’άδηλα και στα δήλα
στου τόπου τα διάπλατα αλλοπαρμένος

καλύτερα θάμουνα αν λησμονούσα
αν η ψυχή μου χωριστά αγρυπνούσε
κι αν στα χαλάσματα δεν περπατούσα
θάπαιρνα χρώμα και δεν θα κοιτούσα

δεν φελάει πολλά να μουρμουρίζω
στο ζύγιασμά του, ο νούς μου σιγοβράζει
και της γενιάς μου λόγια θα ψιθυρίζω
ν’ακούσω αφήστε με η ψυχή μου ουρλιάζει

διώξτε τα σκυλιά τα όρνεα τα ψοφήμια
και τ’αηδόνια πούχουν βρυκολακιάσει
οι κυνηγοί εμείς,κείνοι πια τ’αγρίμια
η λάμψη μας ποιος ξέρει που θα φτάσει

παράξενο που σίγησε η καμπάνα
γύρισα να δώ πάλι τους ανθρώπους
δεν είδα ουτε αδερφό ουτε τη μάνα
μέρα που είναι,σε ξένους βγήκα τόπους...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 15-05-2017