Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Γεδεών - Ο Γιάννης και ο ζητιάνος

Γεδεών - Ο Γιάννης και ο ζητιάνος

Δημιουργός: Skylight, Σταμάτης Βαρσάμος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Βάζω τις λέξεις στη σειρά, αφιέρωμα να γράψω
μια ιστορία σαν αυτές, (που λες κι εσύ) θα φτιάξω
Κάθισε Γιάννη φίλε μου, κάτσε εδώ σιμά μου
να δεις στην ιστορία μου, πως βρέθηκες κοντά μου

Σε μία πόλη όπως όλες, μέσα στου κόσμου τη βουή
ένας ζητιάνος ξεχασμένος, περαστικούς παρατηρεί.
Τρέχουν, περίεργα κοιτάζουν, με τα τηλέφωνα μιλούν
κάποιοι βογκούν κι αναστενάζουν, μα γύρω τους, δεν τους ακούν.

Περνούν τυχαίοι και μπροστά του, αφήνουνε λίγα ψηλά
κι αυτός σηκώνετε και δίνει, σε εκείνους πίσω τα λεφτά
Μετά τα χρώματα κοιτάζει, χάνετε μέσα στη βουή
σκέφτεται κάπου να μιλήσει, αλλά διστάζει, τι να πει;

Έτσι περάσανε οι μέρες, με ήλιο, χιόνι και βροχή
πέρασαν τέσσερις Δευτέρες, μέχρι που φάνηκες εσύ
ένας διαβάτης όπως όλοι, είπε στη πρώτη του ματιά
μα εσύ που κάθισες κοντά του, του μίλησες ευγενικά.

Κι αμέσως άλλαξε η ρότα, κι άρχισε εκείνος να ρωτά
γιατί διαφέρεις απ' το πλήθος, γιατί δε νιώθεις μοναξιά.
Εσύ του χαμογέλασες, και του πες είναι μύθος
η μοναξιά είναι μέσα μας, δεν είναι μες στο πλήθος

Του είπες το τραγούδι σου -που λες- "Πικρή αλήθεια"
και ο ζητιάνος ένιωσε, καρδιά, να σπάει στα στήθια
τότε σε ξαναρώτησε, που παν' όλοι οι αστοί
"Ό αφέντης και ο δούλος", τραγούδι, είπες εσύ.

Και ο ζητιάνος δάκρυσε, απ την ωμή αλήθεια
μιας και σ' αυτή την εποχή, πίστευε παραμύθια.
εσύ σα φίλος μίλησες, "Κρατήσου λίγο ακόμα",
όσο κυλάνε δάκρια, θα ανθίζει και το χώμα.

Τότε σιωπή, σταμάτησαν, του κόσμου τα ρολόγια
μες στο μυαλό ο ζητιάνος πια, δεν έβρισκε τα λόγια
είχε χαθεί στις σκέψεις του, στους προβληματισμούς
μέχρι να βγάλει μία λέξη, κάθισε δίπλα ένας παππούς

Μοίρασε ένα κρασί στα τρία, ήπιε την πρώτη του γούλια
κι είπε θα πει μια ιστορία, που 'χε στη ζούγκλα μια φορά
ύστερα άρχισε ιστορίες, ως να τελειώσει το κρασί
χαμογελούσε ο ζητιάνος, είχε απ τις σκέψεις λυτρωθεί.

Κι αφού χαιρέτησαν τον ήλιο, και το φεγγάρι ήταν ψηλά
είπε ο παππούς πρέπει να φύγω, έχω στο σπίτι τη γιαγιά
είπες κι εσύ πρέπει να φύγεις, ζητιάνοι υπάρχουνε πολλοί
και θες εσύ, σ' όλους να δώσεις, για να μην είναι πια φτωχοί.

Σ' ευχαριστώ είπε ο ζητιάνος, σ' ευχαριστώ ειλικρινά
και ρώτησε τ' όνομα σου, κι αν θα σε δει ποτέ ξανά
του είπες άμα σε ζητήσει, στα ποιήματα θα 'σαι παρόν
και να σε λέει όπως οι φίλοι, που σε φωνάζουν Γεδεών.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-06-2017