Των ποιητών η μούρη

Δημιουργός: argyrisk, Kωστής

https://www.youtube.com/watch?v=YBOoQcoPL1I

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Στο καφενέ πίνω ρακί, στο μπαλκόνι ούζο,
και στη ταβέρνα το κρασί, το πίνω σε κατρούτσο.
Λίγο πριν το ξημέρωμα, σ’ ένα μικρό μπαράκι,
μετά τη βότκα μου τραβώ και ένα ουισκάκι.

Ζαλίστηκα και θα σας πω, αλήθειες νέτα – σκέτα,
βαρέθηκα τους ποιητές κι όλους τους προφεσόρους.
Μονάχος είμαι, συντροφιά με μια παλιά τρομπέτα,
κι ανοίγομαι στο πέλαγος, με τους θαλασσοπόρους.

Ο απόηχος της θάλασσας, νανούρισμα της Μάνας.
Κλείνω τα μάτια και τ’ αυτιά, κι ονειροταξιδεύω,
στην αγκαλιά σαν βρίσκομαι, άγριας τραμουντάνας.
Στους ποιητές ότι ποθώ, άδικα το γυρεύω.

Χαμήλωσε ο πήχης , της ρίμας και του λόγου,
και χάσαμε τα ίχνη τους, σε δίνη παραλόγου.
Αυτόκλητοι όλοι γίναμε, ποιητές εκ του προχείρου,
μα στον καθρέπτη έχουμε, τη μούρη κάποιου χοίρου.

Μας βοηθάει ο καιρός και ο κακός μας χρόνος,
μαζί μ’ όλα που χάσαμε, χάσαμε και τη σκέψη.
Να διαφωνούμε ξέρουμε πάντοτε ομοφώνως,
γιατί πιστεύουμε ποτέ, δεν έχουμε λαθέψει.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 25-07-2017