[σχεδόν] θλιμμένος

Δημιουργός: xristinaP., Χριστίνα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Πλάγιασε στο κρεβάτι σχεδόν θλιμμένος.
Έγνεψε μόνος του,
απλά,
αόριστα.
Καμία ανταπόκριση.
Σηκώθηκε και πάτησε με τα μικρά του πόδια
επάνω στο βαρύ στρώμα - τόσο βαρύ όσο η ψυχή του.
Άπλωσε το χέρι,
ψηλάφισε το ταβάνι για να βρει τη σχισμή,
κι ύστερα
γεμάτος σιγουριά
το άνοιξε στα δυο,
το έσχισε σχεδόν, όπως σχίζεται η σάρκα όταν πονά.
Λύγισε τα γόνατα
και με έναν σάλτο
βρέθηκε να περιπλανιέται στα σύννεφα.
Χαμογέλασε σχεδόν θλιμμένος καθώς ήταν
ώσπου έλαμψαν τα μάτια του
και δάκρυσε.
Δεν έκλαψε: δάκρυσε.
Πήρε λίγο σύννεφο για να διώξει την αλμύρα,
τρόμαξε!
Προσπάθησε να το κρύψει
αλλά αυτή τον είδε.
Όπου και να πήγαινε
απ' τη ψυχή του δεν θα μπορούσε να κρυφτεί.
Το κατάλαβε αργά - εκείνη ήδη τον πλησίαζε.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια του μια φορά
και είδε πως αυτή τον είχε πιάσει απ' τη μέση,
χόρευε μόνη της, έκλαιγε.
Ζητούσε να γίνει ο παρτενέρ της.
Εκείνος προσπάθησε·
και χόρεψε.
Την άφησε να μουσκέψει με τα δάκρυά της τα χέρια του,
προσποιούμενος πως δεν καταλάβαινε,
κι ας καταλάβαινε.
Όταν υποκλίθηκε στο τέλος
εκείνη χειροκρότησε,
του είπε πως ήταν εντάξει τώρα,
χαμογέλασε.
Κι έτσι, σχεδόν θλιμμένος καθώς ήταν
της έπιασε τα χέρια
και βούτηξε κάτω.
Γύρισε πίσω,
η σχισμή έκλεισε
σαν να μην υπήρξε
μόνος, χωρίς εκείνη
πλάγιασε στο κρεβάτι
θλιμμένος.






Δημοσίευση στο stixoi.info: 20-08-2017