αδερφοφάδες

Δημιουργός: χρήστος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Γυμνή σε βρήκα, μ’ αδειανό και σκοτεινό το βλέμμα
κι η ανάσα σου ίσα που έβγαινε απ’ τα βάθη του λαιμού
στην πλάτη σου είχες μια πληγή π’ ανάβλυζ’ άλικο αίμα
από σαΐτα, μαχαιριά; Ή δάγκωμα αγριμιού;

Στα χείλη σου έφερα νερό γλυκό να ξεδιψάσεις
χρόνια σε τόπους άνυδρους που έζησες και ξερούς
κι ήταν νερό της λησμονιάς να πιεις και να ξεχάσεις
εκείνους σε πλήγωσαν , τους ξένους, τους δικούς

Τα μάτια σου άνοιξες δειλά και κοίταξες την πλάση
Κι έμοιαζες με ορίζοντα στο χρώμα το αυγινό
«όλα μπορεί ο άνθρωπος» μου πες «να τα ξεχάσει
δε λησμονιέται μοναχά τ’ άδικο απ’ αδερφό»

κι ευθύς πετάξαν δυο πουλιά, δυο άγριοι συκοφάδες
δεν τραγουδούσαν, μα έλεγαν λόγια του γδικιωμού
κατάρες για τους άδικους για τους αδερφοφάδες
για όλους που σφετερίζονται τον πόνο του αλλουνού

Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-03-2018