Το πλατάνι

Δημιουργός: ΕΛΠΗΝΟΡΑΣ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info



ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ

Ενώ καθόμουν, προ πολού,
στην κάψα του καλοκαιριού,
κάτω από την τέντα,
ήρθ' ένας γέρος του χωριού,
που πριν καθόντανε αλλού,
και μου 'πιασε κουβέντα.

-Δική σου είν' η μηχανή;
και νόημα μου κάνει.
Του είπα,..ναί.-Τότε, να δεις,
Εκείνο το πλατάνι!.
Θα τ' ανταμώσεις φεύγοντας,
αν πας από το ρέμα.
Στα σίγουρα, όταν το δεις,
θα πεις οτ' είναι ψέμα.
Δεν θα πιστεύεις ότι δεις!
Δεν θα πιστέψεις, μήδε,
αν θα σου πω, μέσ' τη ζωή,
τι άκουσε και είδε.

Εμολογούσαν οι παλιοί,
πως οι δικοί του κλώνοι
εδρόσιζαν τον ήρωα
που λέγαν Κατσαντώνη!

Στον ίσκιο του πιάναν χορό
αρματολοί και κλέφτες,
μας λέγαν οι παππούδες μας,
κι αυτοί δεν ήταν ψεύτες.

Στο κούφωμα του, οι ληστές
βιάσανε την Ελένη,
και την ευρήκ' η μάνα της,
την άλλη, κρεμασμένη.

Στους κλώνους του, την κατοχή,
-είναι μεγάλο κρίμα-,
κρεμόντανε οι ήρωες,
σαν τα τσαμπιά στο κλήμα.
............................
Πείστηκα απ' το γέροντα,
και πριν να 'ρθεί το βράδυ,
καβάλησα τη μηχανή,
και,..του 'κανα τη χάρη.

Πλατάνι, σύνηθες, κοινό.
Στον τόπο δε τον ιερό,
που Κατσαντώνηδες σωρό,
τον είχανε πατήσει,
κάποιοι τουρίστες,
πρόσφατα, είχαν αποπατήσει.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-10-2018