Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Ποίημα τον Οκτώβρη

Ποίημα τον Οκτώβρη

Δημιουργός: Μ.Ελμύρας

Από την: 'Οι ξένοι που αγάπησα'. Καλημέρα σε όλες και όλους.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ποίημα τον Οκτώβρη
(Poem in October)
(Dylan Thomas, 1914-1953).

Στον ουρανό η δεκάτη τρίτη ήταν χρονιά μου.
Ξύπνησα στο κάλεσμα του λιμανιού, του γειτονικού δάσους,
της γεμάτης μύδια,από τον ερωδιό
διακονουμένης,ακτής,
του νεύματος του πρωινού
-με τα προσευχόμενα νερά και το κάλεσμα των γλάρων και της κουρούνας-
και του χτύπου των ιστιοφόρων στον με δίχτυα σκεπασμένο τοίχο..
Ο ίδιος εγώ την στιγμή εκείνη να βαδίσω
στην ακόμα κοιμισμένη πόλη…
και κίνησα.

Τα γενέθλιά μου άρχισαν με το νερό-
Πουλιά και τα πουλιά των ψηλών δέντρων ανέμιζαν το όνομά μου
πάνω από τις φάρμες και τα λευκά άλογα.
Και σηκώθηκα
στο βροχερό φθινόπωρο
και βάδισα έξω σε καταιγίδα όλων μου των ημερών.
Άμπωτη ...και ο ερωδιός βούτηξε σαν πήρα τον δρόμο
πάνω απ’το σύνορο
και οι πύλες της πόλης
κλείσαν καθώς η πόλη ξύπνησε.

Ένα σμάρι κορυδαλλών σαν περαστικό
σύννεφο ,στις πλευρές του δρόμου κελάηδημα πολλών
κοτσυφιών και ο ήλιος Οκτωβριάτικης
καλοκαιρίας στον ώμο του λόφου.
Γλυκά κλίματα ήσαν εδώ και γλυκόλαλοι τραγουδιστές
έρχονταν ξαφνικά.. το πρωινό που περιπλανήθηκα και άκουσα
στο μακρυά κάτω μου δάσος
κρύος να πνέει άνεμος
σφιχταγκαλιάζοντας την βροχή.

Ωχρή βροχή πάνω από το λιμάνι που όλο μίκραινε
και πάνω απ’την, στο μέγεθος σαλιγκαριού
με τα κέρατά του να προβάλλουν μέσα από την ομίχλη,
θαλασσο-νοτισμένη εκκλησία..
και το,στο καφέ της γλαύκας, κάστρο.
Όμως ανθισμένοι ήσαν όλοι οι κήποι
της άνοιξης και του καλοκαιριού στις απίστευτες ιστορίες
πέρα από το σύνορο και κάτω από το σύννεφο των κορυδαλλών .

Εκεί μπορούσα να αποθαυμάζω
τα γενέθλιά μου..
όμως ο καιρός άλλαξε.
Απομακρύνθηκε από την χώρα της χαράς.
Και κάτω ο άλλος αέρας και ο σε γαλάζιο αλλαγμένος ουρανός
ξανά κυλούσαν ένα θαύμα καλοκαιριού,
με μήλα,
αχλάδια και κόκκινες σταφίδες,
και στην αλλαγή είδα, τόσο καθαρά,
τα ξεχασμένα πρωινά ενός παιδιού- όταν με την μάνα του βάδιζε
μέσ’τις παραβολές του ηλιόφωτος
και τους θρύλους των πράσινων παρεκκλησιών

και τα χιλιοειπωμένα χωράφια της παιδικής του ηλικίας-
που τα δάκρυά του κάψαν τα μαγουλά μου και η καρδιά του μπήκε στην δική μου.
Ήσαν αυτά τα δάση, το ποτάμι και η θάλασσα
όπου ένα παιδί,
στο καλοκαίρι των νεκρών που αφουγκράζονταν,
στα δέντρα και στις πέτρες, και στα ψάρια της παλίρροιας
ψιθύρισε την αλήθεια της χαράς του.
Και το μυστήριο,
ζωντανό ακόμα,
τραγούδησε στο νερό και στα ωδικά πουλιά.

Και μπορούσα, εκεί μακρυά, να θαυμάζω τα γενέθλιά μου.
Όμως άλλαξε ο καιρός. Και η αληθινή
χαρά του καιρό πεθαμένου παιδιού τραγούδησε καιόμενη
στον ήλιο.
Ήταν η δεκάτη τρίτη μου
χρονιά στον ουρανό. Στο μεσημέρι του καλοκαιριού στάθηκα τότε
παρόλο που οι φυλλωσιές της πόλης,που κάτω μου κειτόνταν,
ήσαν βαμμένες με το αίμα του Οκτώβρη.
Ω, νά’ταν σ’αυτόν τον ψηλό λόφο
να τραγουδιέται και του χρόνου
της καρδιάς μου η αλήθεια.-

Απόδοση στην ελληνική: Μ.Ελμύρας

Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-10-2018