Η Βραδιά των Χρησμών

Δημιουργός: Κωνσταντίνος Καργάκης

Φαιστός

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info


Κάτω στον έναστρο κάμπο
η αρχαία πολιτεία κοιμάται
μες στην οσμή των θεών.

Στερνή βραδιά των χρησμών
με τη θυσία του ιερού ανθοστόλιστου ταύρου.

Σίγησεν ο αυλός της μακρόσυρτης λιτανείας
και φωνές μουσικές εσκορπίσαν
στις φτωχές γειτονιές των απόμερων δρόμων.

Λαμπρό το φεγγάρι αναδύθηκε
μέσα απ’ τους ύμνους,
την ουράνια χαίτη του αφήνοντας πάνω
σε καλαμιές χρυσωμένες και πλατάνια σεβάσμια,
λίγο πριν πάρει το δρόμο της θάλασσας.

Ώρα π’ αρνεύουν* οι καιροί των κυμάτων (ησυχάζουν)
και οι πνοές των ανέμων κοιτάσσουν* (Πάνε για ύπνο )
ασάλευτες πάνω στα κλώνια.

Στην αυλή των βωμών μονάχη της έμεινε
η ανάσα των δέντρων και σταγόνες δροσιάς
πήραν να δένουν στην άκρη των φύλλων.

Χιλιομύριστα καμένα βοτάνια
αφήσαν τη στάχτη τους στα σβηστά θυμιατήρια
και η κνίσα που τάραξε τη γαλήνη των άστρων
στα υπόστυλα σέρνεται των μακάρων θεών.

Φρουρά δορυφόρων με λουρόδετα σάνδαλα
και κορδέλα χρυσή στα μαλλιά τους,
τη βαριά σιωπή ξενυχτίζουν με βήμα αθόρυβο
μπροστά απ’ του τρανού βασιλέα
τα μαρμάρινα δώματα.

Καλοπλέξουδες κόρες, στα σοκάκια του έρωτα,
μ’ ανοιχτά παραθύρια ακόμη,
μετρούνε τα κάλλη τους
για το λαμπρό πανηγύρι του Μεγάλου Θεού.

Στη σειρά τα κανίσκια* και τα πήλινα τάματα, (πανέρια με σπονδές)
σφραγισμένες οι υδρίες με τα μύρα του Απρίλη.

Και οι δούλοι, δυο μερώ σκολασμένοι,
ξαποσταίνουν κατάχαμα για τη θεία στραθιά*. ( Δρόμος)

Χαλινάρια ασημόδετα, πανωζεύλια και άξονες,
φορεία και ιππήλατες άμαξες,
όλα στη σειρά γυαλισμένα
και τα ζα, δυο - δυο διαλεγμένα,
την αυγή για να ζέψουν*. (Βάζουν στο ζυγό)


Ατέλειωτη η νύχτα καίει το λάδι της
στη φλόγα των λύχνων,
σκοτεινά σταυροδρόμια φωτίζοντας.

Περασμένα μεσάνυχτα.
Αναμμένοι οι πυρσοί στάζουν τη φλόγα τους
στη μεγάλη στοά των κιόνων
κι η γριά κουκουβάγια χτυπάει τις ώρες
στο ρολόι του ύπνου.

Τα ψηλά κυπαρίσσια
γυρίζουν τον ίσκιο τους
στην πλακόστρωτη νύχτα
κι ο λιγόψυχος κόκορας
αξημέρωτα ελάλησε,
τις φτερούγες χτυπώντας
πάνω στη στέγη της πρώτης αυγής.

Μεταπνίζει* η βαριά σιωπή και σκορπίζει (ενδιάμεση διακοπή του ύπνου)
στερνά ανεμοσάλευτα όνειρα.
Η έγνοια χτυπάει την πόρτα.

Ο γερο-μάντης, ξαγρύπνης ακόμη,
διαβάζει με σέβας τα σπλάχνα του σφάγιου ζώου,
σωστά για να δέσει ο μεγάλος χρησμός.

Παλιοί αστρονόμοι,
του φεγγαριού τον κύκλο μετρώντας
στους κρυστάλλους των άστρων,
δίνουν το σύνθημα, ο φρουρός να σαλπίσει,
να κινήσει η πρώτη πομπή
απ’ την Πύλη των ελαιώνων.

Λαμπαδηφόρες παρθένες μες στον κοιτώνα
μοιράζουν το λάδι των ύμνων.

Ιερείς θεσμοφόροι
κάτω απ’ τα πέτρινα παγώνια της Πύλης
σηκώνουν το σώμα της Ορείας Μητέρας.

Ύμνοι ανοίγουν το δρόμο
μέσα στην άχνη του κάμπου.
Αστέρια αυγερινά τρεμοσβήνουν,
το δρόσος αφήνοντας πάνω
στης αυγής τα σπαρμένα*. (σιτηρά)

Το Θείο Βρέφος γεννιέται και πάλι
στο νου του ανθρώπου
κι η ευρύστερνη Γαία,
η μεγάλη καλόγεννη Μητέρα Θεά
θ’ ανεβάσει το γαίμα της
στου εφτάκοιλου βότρυ την κόκκινη ρώγα
κι οι γενιές της θα σύρουν
βουστροφηδόν το αλέτρι
στο αφράτο της σώμα.

Θα μεστώσει ο στάχυς
κι ο Δυσκός* θα φυσήξει πάνω στ’ αλώνια. (δυτικός άνεμος)
Ο ανθός της ελιάς στο αγέρι θα δέσει.
Ο ήλιος, ο μεγάλος ποιμένας,
τα ισχνά του τα βόδια στα λιβάδια θα θρέψει.
Φωνές και κουδούνια τις πλαγιές θα τυλίξουν
κι η βροχή θα φουσκώσει τις φλέγες,
τα πηγάδια ξανά να μαζώξουν.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-03-2019