Χαρταετός τη νύχτα

Δημιουργός: AceOfSpades, Σπλατς

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info



[color=black][font=georgia]Μια νύχτα που η σελήνη μου σε λήθαργο είχε πέσει
και κάτι άστρα ληστρικά στον τρόμο μου γελούσαν,
στα δάχτυλα χερσόνησσου που χρόνια ως φάροι ζούσαν
και στα σκοτάδια κύματα τα νύχια είχαν βρέξει,

ανέμι έφτυνε ψίθυρους και μια μικρή ' μια στάλα,
φάνηκε – ως ξεπροβάλλουνε στην άνοιξη τα ρόδα.
Από μιαν άδεια κιβωτό , από μικρή υπόγα
κι είχε στα χέρια χαρταετό και μια ασημένια μπάλα.

Θα ‘ταν δε θα ‘ταν δεκαοκτώ και άναβε τσιγάρο,
στριφτό. Κι ο σκούρος του ο καπνός πετάγονταν απ’ το άσπρο.
Αγρίμι ο δράκος που χτυπά, τη φλόγα του στο κάστρο,
για εσέ νυχτιά Πριγκίπισσα Θανάτων , που προβάρω.

Τα ζύγια βλέπω ρύθμισε και άρχισε να τρέχει,
μικρή ρωγμή πολύχρωμη σε μαύρο ανεμοδρόμι.
Εφτά των πέπλων χόρευε σα πρόστυχη Σαλώμη,
χάρτινο πλάσμα δίπλα της - της νιότης πόσο απέχει.

Στο πείσμα μίας χαραυγής που όλο αναβάλλει
κι όλο εφευρίσκει σύννεφα, να μην ενδώσει σε ήλιους
χέρια σηκώνει ενός θυμού – ναού της περιστύλους,
πετάει το τσιγάρο της , σηκώνει το κεφάλι.

Αρχίζει τότε να μιλά στη μυστική της πλάνη.
Σε μία άσφαλτο νεκρή που χύνεται εμπρός της,
στον ντροπιασμένο ουρανό που κρύβεται ο Θεός της
και μόνο φανερώνεται σαν οσμιστεί λιβάνι.

Απ’ τη στενή κερκόπορτα της κόρης των ματιών μου
εισβάλει η της κόμης της κόκκινη κουστωδία.
Χορεύει 'και , δυο δάκρυα - υγρή της ανταρσία-
νέοι πειρατές στα πέρατα να φτάσουνε του κόσμου.

Σκύβω και κλέβω μια κραυγή – κρασί - σπονδή δική της..
Κάτι έλεγε στη μάνα της στη φυλακή που ‘κλεισαν.
Κατάρες στου πατέρα της τα χέρια που στερήσαν
μπουμπούκι , που δεν πρόλαβε να γίνει μυροβλύτης.



Μια νύχτα , όπου οι άσχημες πανσέληνοι κοιμούνται
και είν’ το μπρούσκο της βροχής κλεισμένο σε μποτίλια,
για έναν μικρό χαρταετό κάποιοι τρελοί αφηγούνται ..
Κόρη , κρατούσε κι άναψε , άστρα – δεκαοκτώ – καντήλια … [/color][/font]

{Α}

Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-08-2006