Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Μοιραίο θέλημα

Μοιραίο θέλημα

Δημιουργός: ΕΛΠΗΝΟΡΑΣ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

ΜΟΙΡΑΙΟ ΘΕΛΗΜΑ

Ήμουνα στο πρώτο έτος,
- φοιτητής εξ επαρχίας,-
και συγκάτοικο ζητούσε,
ως εγώ, και ο Ηλίας.

-Θες να μείνουμε παρέα;
Λέγε, φίλε, πώς με κόβεις;
Είναι μου 'πε, μια υπόγα,
κάπου 'κει,..στην Αραχόβης.

Τον συμπάθησα αμέσως.
-Τι ωραία χρόνια, τότες-.
Από τη στιγμή εκείνη,
γίναμε,..όπως οι Χιώτες.

Ήτανε, αλέγρος τύπος.
Κάποια μέρα μου 'πε, -έλα.
Τι συμβαίνει βρε Ηλία;
Πάμε τσάρκα,..στα μπορντέλα.

Μπήκαμε σε δύο-τρία,
είχε,.. κίνηση μεγάλη.
Δε μπορώ να περιμένω,
πάμε μου 'λεγε, σε άλλη.

Τέλος,μπήκαμε σε ένα,
που δεν ήτανε,..ψυχή.
-Εκατάλαβες, μου είπε,
γιατί είναι μοναχή;

Ήταν, κάπως,..περασμένη.
Βρε που μ' έφερε, το βλάκα.
Μα ο Λίας, ως συνήθως,
άρχισε να κάνει πλάκα.

- Είν' ο φίλος μου,..πρωτάρης,
μένουμε καιρό μαζί.
Μ' ένα σμπάρο δυό τρυγόνια,
δέχεται,..το μαγαζί;

Θα 'χε, φαίνεται,..κεσάτια,
κι είπε.-Όπως σας αρέσει.
-Έκλεισε! Είπ' ο Ηλίας,
και, κανόνιζε,..τη θέση.

Εσηκωθηκα να φύγω.
Ήρθε δίπλα, να με πιάσει.
- Κάτσε, μου 'πε, ρε μαλάκα,
θα χουμε μεγάλη φάση.
.........................
-Πως τον έκοψες;Της είπε.
Στις γυναίκες έχει ρέντα.
Άναψαν κι οι δυό τσιγάρο
και επιάσανε κουβέντα.

Εκοιτούσα σαν χαμένος.
- Μη μ' το βγάζεις..απ'τη μύτη.
Κάθισε εις το σαλόνι,
ή περίμενε στο σπίτι.

Φεύγω, είπα, Να πληρώσω
ζήτησα, γυρνώντας πίσω.
- Αδερφέ μου, ντίπ-πρωτάρης.
Φύγε, θα τα κανονίσω.

Πήγα στο δωμάτιό μας,
και περίμενα να 'ρθεί.
Είχανε περάσει ώρες.
Βρε, το βλάκα, πως αργεί;

Είχα πλέον απαυδήσει.
Γιατί μ' έστησες Ηλία;
Όλως αγανακτισμένος,
τράβηξα ευθύς,..στη θεία.

- Και εγώ τον περιμένω,
μα... αργεί πολύ, ποιος ξέρει.
Επετάχθηκε πιο κάτω,
κάτι πάει να μου φέρει.

Πρόθυμος πολύ εφάνει,
δεν το πήρε...αγγαρεία.
Είχα δώσει να φρεσκάρω,
μια παλιά φωτογραφία.

Mετά, του 'πα, να περάσει,
-και την έπιασε το κλάμα-,
από κάποιονε γνωστό μου,
μήπως έχω, κάνα γράμμα.
.......................
Που επήγες, βρε Ηλία;
Τόσα χρόνια να φανείς;
Σε προσμέναν, η μητέρα,
κι οι θετοί σου οι γονείς!

Μάλιστα,για κάποιο χρόνο,
σε περίμενε κι η κλίνη.
Πες μου, αν μπορείς, Ηλία,
που ευρήκες τη γαλήνη;

Υ.Γ
Τι δε θα 'δινα, βρε φίλε,
για να 'ρχόσουν μια στιγμή,
να πηδήσουμε αντάμα
την πουτάνα τη ζωή.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 19-06-2020