Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Στη λέσχη

Στη λέσχη

Δημιουργός: Στραβούλιακας, Αναϊς από το Παναής

Silence pls

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Δεξιά μου καθότανε η χήρα από το Αγρίνιο
απέναντι μου ο κοντός με το ψευδώνυμο Πατρινός
αριστερά μου μια τραγουδιάρα που κάπνιζε σαν φουγάρο
αυτήν πρώτη φορά την έβλεπα στην λέσχη
στο τραπέζι πρέπει να ήτανε γύρω στα 5000 ευρώπουλα
πολύ χρήμα για να το αφήσω στους ηλίθιους
μίλαγε η χήρα και από το ύφος της εύκολα καταλάβαινε κανείς
ότι είχε καλό φύλλο
-1000 και ταπί
είπε και κατάπιε όλο το οξυγόνο της αίθουσας από το άγχος
-τα 1000 σου και άλλα 5000
είπε Πατρινός και ξεχώρισε τις δύο στίβες για να μη μπερδευτούμε
το χαμόγελο του έμοιαζε τσίγκινο , αλλά ποιος ξέρει
η τραγουδιάρα ξανακοίταζε και ξανακοίταζε τα χαρτιά της
λες και θα αλλάζανε
ένιωθε τόσο πολύ πιεσμένη που για τους επόμενους 6 μήνες
αμφιβάλω αν θα της ερχότανε περίοδος
τελικά λέει
-μέσα κι εγώ, 6000 ευρώ
και αφού τα μέτρησε μπροστά μας έβαλε τα 1000 στη μια στίβα
και τα υπόλοιπα 5000 στην άλλη
εγώ είχα ένα μικρό φουλ και με έτρωγε ο κώλος μου να τους τα πάρω
κάνω πως το σκέφτομαι για κανά λεπτό και ύστερα λέω
- τα 6000 και άλλα 20000 που έχω και ταπί και ψύχραιμος
αν με έπιανες από την μύτη θα έσκαγα αλλά φαινόμουνα μια χαρά
πρέπει να άφησα και κανά 2-3 κλανιές, από τις υπόκωφες
Νεκρική σιγή στο τραπέζι
η χήρα ετοιμαζότανε να συναντήσει τον μακαρίτη και η απελπισία
στα μάτια της την έδειχνε 100 χρόνια μεγαλύτερη
ο Πατρινός είχε αλλάξει τι τσίγκινο χαμόγελο σε πέτρινο και
η τραγουδιάρα άναβε τσιγάρο ενώ είχε ήδη ένα αναμμένο στο τασάκι
αν κάποιος άκουγε την καρδιά μου θ νόμιζε ότι ήταν στην ζούγκλα
και άκουγε τα ταμ-ταμ της φυλής των Μασάι πριν την γιορτή του Ηλιοστάσιου
η χήρα πετάει τα φύλλα της κλειστά πάνω στο τραπέζι και λέει
-πάσο, εγώ φεύγω γιατί είναι αργά, τα λέμε
και για να φύγει θα πέρναγε μέσα από τον τοίχο αν υπήρχε τρόπος
ο Πατρινός που πλέον είχε χάσει όχι μόνο το χαμόγελό του αλλά και το χρώμα του
πετάει με αγανάκτηση τα χαρτιά του
και παίρνει το δρόμο της επιστροφής για την οικία του σαν κλαμένο μουνί
έχουμε μείνει στην αίθουσα εγώ η τραγουδιάρα και η Αλβανίδα που δουλεύει στην μπάρα
η σιωπή έκανε τα αυτιά μου να βουίζουν από την αμηχανία, και τότε
λέει η τραγουδιάρα κλείνοντας μου το μάτι
-δεν πάμε να πιούμε κανά ποτό εδώ στην Κυψέλη
σ’ ένα μπαράκι που δουλεύει μια φίλη και μετά βλέπουμε
μου σηκώνεται, αυτό ήταν
-και δεν πάμε
της λέω
-φύγαμε
μου λέει εκείνη και αρχίζει να μοιράζει τα λεφτά
………………………………………
μετά από κανά 2ωρο και αφού την είχα πηδήξει 2 φορές
και είχα ανάψει τα alarm, τη ρωτάω
-αλήθεια, τι φύλλο είχες;
-ζευγάρια
μου απαντάει
-ο Πατρινός είχε κέντα και η χήρα φουλ του άσσου με ντάμες
τα είδα όταν σηκώθηκες να φέρεις το παλτό μου
συνεχίζει
-κι εγώ φουλ είχα, του οχτώ με δεκάρια
της λέω
-πρώτη φορά με γαμάνε με φουλ του οχτώ
λέει εκείνη και συνεχίζει
-δυσκόλεψε το επάγγελμα, μου φαίνεται θα ξαναβγώ στο πεζοδρόμιο,
εκεί μπορεί τα λεφτά να μην είναι τόσο καλά, αλλά έχεις μια αξιοπρέπεια,
ακούς εκεί να με πηδήξει με φουλ του οχτώ,
ούτε καν του εννιά………αίσχος.
















Δημοσίευση στο stixoi.info: 31-08-2006