Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Ημουνα στη γη βελόνι

Ημουνα στη γη βελόνι

Δημιουργός: **Ηώς**, Φωτεινή.Α.Κ

Καλό ταξείδι Ντίνο!

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ένα από τα ελληνικά παράδοξα είναι ότι θυμόμαστε τους ποιητές μόνο όταν πεθαίνουν.
Τότε πλημμυρίζει η δημόσια σφαίρα από επαίνους και αναλύσεις και αποσπάσματα των έργων τους.Το είδαμε με την Δημουλά, το είδαμε με την Αγγελάκη-Ρουκ, το βλέπουμε τώρα με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο.
Μόνο που έτσι είναι σαν να τους θεωρούμε απλώς «προσωπικότητες».

Όμως, οι ποιητές δεν είναι απλώς «προσωπικότητες», οι ποιητές είναι πάνω από όλα τα ποιήματά τους, είναι οι λέξεις και οι φράσεις τους.
Γιατί αυτές δεν είναι ποτέ απλώς «ωραίες», ούτε μόνο «σημαντικές», ή όποιο άλλο επίθετο θα χρησιμοποιήσουν οι κάθε λογής επικήδειοι.
Οι λέξεις και οι φράσεις είναι αιχμές, είναι κραυγές, είναι ζωές.
Και αυτές πρέπει να διαβάζουμε, να σκεφτόμαστε, να απαγγέλλουμε, να τραγουδάμε.
Σκεφτείτε π.χ. αυτό:
«τα πρόβατα απήργησαν
ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής».

Και αναλογιστείτε πόσο μπορείς να κολλήσεις με την ειρωνεία και την αλήθεια αυτού του στίχου του Χριστιανόπουλου.
Ή αυτό που αποτυπώνει όλη την ομορφιά και την αγωνία και την απελπισία μαζί του έρωτα:

«Ἐσεῖς πού βρήκατε τον ἄνθρωπό σας
κι ἔχετε ἕνα χέρι να σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε την πίκρα σας,
ἕνα κορμί να ὑπερασπίζει την ἔξαψή σας,
κοκκινίσατε ἄραγε για την τόση εὐτυχία σας,
ἔστω και μία φορά;
Εἴπατε να κρατήσετε ἑνός λεπτοῦ σιγή
για τους ἀπεγνωσμένους;»

Γιατί ποίηση δεν είναι οι επικήδειοι.
Ποίηση είναι να μπορείς να βάλεις στη ζωή σου τη μαγεία, τον τρόπο που η μεγάλη ποίηση λέει αυτό που νιώθεις, αλλά δεν μπορείς να αρθρώσεις, αυτή τη μικρή λάμψη μιας φράσης:

«ἑνός λεπτοῦ σιγή για τους ἀπεγνωσμένους».
Κυρίως, όμως, πρέπει να βάλουμε την ποίηση στη ζωή μας γιατί πάντα φέρνει ένα χνάρι αμφισβήτησης.
Και ο Χριστιανόπουλος και τη δόξα αμφισβήτησε και την εξουσία και συνεπής στο δικό του ποιητικό δρόμο έμεινε αμφισβητώντας την ηθικολογία αλλά μην αποφεύγοντας ακόμη και τον αυτοσαρκασμό.

«Δεν ξέρω ἂν ἔφυγα ἀπό συνέπεια
ἢ ἀπό ἀνάγκη να ξεφύγω τον ἑαυτό μου,
τη στενή και μικρόχαρη Ἰθάκη
με τα χριστιανικά της σωματεῖα
και την ἀσφυχτική της ἠθική.
Πάντως, δεν ἦταν λύση, ἦταν ἡμίμετρο.
Κι ἀπό τότε κυλιέμαι ἀπό δρόμο σε δρόμο
ἀποχτώντας πληγές κι ἐμπειρίες.
Οἱ φίλοι που ἀγάπησα ἔχουνε πια χαθεῖ
κι ἔμεινα μόνος τρέμοντας μήπως με δεῖ κανένας
που κάποτε τοῦ μίλησα για ἰδανικά…
Τώρα ἐπιστρέφω με μίαν ὕποπτη προσπάθεια
να φανῶ ἄψογος, ἀκέραιος, ἐπιστρέφω
κι εἶμαι, Θεέ μου, σαν τον ἄσωτο που ἀφήνει
την ἀλητεία, πικραμένος, και γυρνάει
στον πατέρα τον καλόκαρδο, να ζήσει
στους κόλπους του μίαν ἀσωτία ἰδιωτική.
Τον Ποσειδῶνα μέσα μου τον φέρνω,
που με κρατάει πάντα μακριά.
Μα κι ἂν ἀκόμα δυνηθῶ να προσεγγίσω,
τάχα ἡ Ἰθάκη θα μοῦ βρεῖ τη λύση;»

Ο Χριστιανόπουλος δεν έγραψε «όμορφη» ποίηση, έγραψε όμως πράγματα ουσιαστικά και που σε αγγίζουν. Άλλωστε, το είχε ξεκαθαρίσει:

«Τί να τα κάνω τα τραγούδια σας
ποτέ δε λένε την ἀλήθεια
ὁ κόσμος ὑποφέρει και πονᾷ
κι ἐσεῖς τα ἴδια παραμύθια

Τί να τα κάνω τα τραγούδια σας
εἶναι πολύ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν σε σοκολατόπαιδα
μα δε ταιριάζουνε για μένα»


Γιώργος Σκαμπαρδώνης

To κείμενο του συγγραφέα και δημοσιογράφου Γιώργου Σκαμπαρδώνη δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο «Εντευκτήριο», το κορυφαίο λογοτεχνικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης, που εκδίδει ο Γιώργος Κορδομενίδης (τεύχος 95ο, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2011) και αποτελούσε μέρος ενός πολυσέλιδου αφιερώματος για τη ζωή και το έργο, την προσωπικότητα και την προσφορά του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ο οποίος πριν από λίγες ημέρες έφυγε από κοντά μας.
▶ Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στα καλά ποιήματά του –όσα αποφεύγουν το απλό ευφυολόγημα– κάνει μια ποίηση αντι-ποιητική. Δεν υπάρχει υπαινιγμός, δεύτερη ανάγνωση, πολυσημία, αμφιλεγόμενο στοιχείο, φλου-αρτιστίκ, διέσεις, ημιτόνια, ή ολίγον έγκυος.
▶ Τα βγάζει όλα φόρα-παρτίδα –σε αντίθεση με τον Καβάφη και άλλους– και απεχθάνεται την ποιητικότητα, την πούντρα, το αίσθημα. Η τρυφεράδα του είναι σκληρή και αδιάλλακτα απαισιόδοξη.
▶ Μιλάει ντρέτα, στα ίσια, φοβάται τις τσιριμόνιες ή τις διπλές φόδρες, και η ουσία της ποίησης προκύπτει τελικά από τη γενική κατάσταση που εκπέμπει το ποίημα, κρυμμένη καλά στα κουφώματα μιας θεληματικής επιθετικότητας που προφανώς σκεπάζει λαβωμένες ευαισθησίες και δυσπιστία προς την ίδια την έννοια του έρωτα, και που, σ’ αυτόν, είναι κυρίως επιθυμία σαρκική, παρόρμηση, γκαϊλές του κορμιού και η λύτρωση που δίνει η σύντομη συνεύρεση για να ασχοληθεί, μετά, ο ίδιος με κάτι σοβαρότερο.
▶ Βασικό στοιχείο επίσης είναι η καταφυγή σε κρυφά μέρη της πόλης, έξω κυρίως, σε τσαΐρια ή σε γιαπιά, σε φτωχοσυνοικίες και λαϊκά σινεμά, που ταιριάζουνε σκηνοθετικά με τη ροπή του προς το λαϊκό σώμα, τα νυχτοπλάνα φαντάρια, την αγοραία σχέση, τη βαναυσότητα, το περιθώριο, τους κυνηγημένους, που έτσι αγιοποιούνται, αποκαθαίρονται κι αναβιβάζονται σε μια περιωπή έμμεσης αγιότητας.
▶ Η συντριβή, η απόρριψη, η ψυχική και η σωματική ταπείνωση είναι μαρτυρικά στοιχεία χριστιανικής καταγωγής που τον ερεθίζουν, μυθοποιώντας τον βασανιστή του, εφόσον πρώτο στην κλίμακα του ωραίου είναι το τρομερό, η μπότα του επίφοβου και το απροσπέλαστο, κι όχι το χαριτωμένα ενδοτικό ή το φλωρίστικα όμορφο.
▶ Ο Ντίνος πάντα –καθώς φαίνεται– απεχθανόταν το αστικό, το νόμιμο, το καλοβαλμένο, το ασφαλές – εξ ου και το πάθος του για το ρεμπέτικο, που είναι μια οργανική παράμετρος της όλης του κοσμοθέασης.
▶ Ψάχνει για τιμωρούς, για ανελέητους, μπρούτους, λαϊκούς θεούς, για περιφρονημένες γειτονιές, μυθοποιώντας τη φτωχολογιά, το παλιό που ξεπερνιέται – θέλει τα πράγματα να παραμείνουν ως είχαν, γιατί η φτώχεια, οι χωματόδρομοι και το σκοτάδι τους προσιδιάζουν στον αναχωρητισμό, στην ασκητική και την ερωτική του σκηνογραφία.
▶ Φτιάχνει μια ανάστροφη μικρο-εποποιία του ευτελούς, του λαϊκού, λειψά φωταγωγώντας το καταγώγιο με εικοσιπεντάρες λάμπες και μισό σκοτάδι.
▶ Η απόκρυψη τον προστατεύει και μετά κάνει το εντελώς αντίθετο: τα βγάζει όλα στη φόρα χωρίς περιστροφές και με μια φανερή διάθεση προβοκάτσιας, πρόκλησης, που αισθάνεται ότι τον λυτρώνει από την –χριστιανικής, πάλι, καταγωγής– ενοχή, ώστε να μπορεί να πάει παρακάτω. Επιτελεί την αυτο-κάθαρση.
▶ Παρότι όμως αναζητεί την ταπείνωση, ξέρει ότι κατά βάθος αυτός είναι ο αφέντης, ο κυρίαρχος, ο από πάνω. Την έχει στημένη. Ενεδρεύει, παγιδεύει και εν τέλει τους έχει όλους στη μαχαιριά. Πρόκειται για μια εκδοχή σαδομαζοχισμού με νικητή τελικά τον ίδιο, που μεταπλάθει την εμπειρία και τη νοηματοδοτεί αναδρομικά κατά βούληση – έχοντας συνήθως και την πνευματική υπεροπλία εξ υπαρχής.
▶ Ο άξονας είναι κυρίως το ερωτικό, αλλά μάλλον κατ’ επίφαση. Στο βάθος, είπαμε, ελλοχεύει η θρησκευτικότητα, η ευλάβεια και το δέος που μετατρέπονται σε θάμβος για το λαϊκό σώμα, το οποίο, απολιόρκητο στο βάθος του όπως η Αγία Τριάδα και αχειροποίητο, επέρχεται ως αμαρτία-υλικό εξομολόγησης και συγχώρεσης από τον Πατέρα.

▶ Η επιθετική απλότητα στον λόγο, η αποφυγή σχημάτων και ποικιλμάτων, ίσως κατάγεται από την ένδεια της Φάτνης.
▶ Ο Ντίνος φτιάχνει ένα μαρτυρολόγιο του εαυτού του, έναν ερωτικό Γολγοθά, και πίνει θεληματικά το όξος, που κατόπιν το μετατρέπει σε γευστικό, αψύ κρασί μπρούσκο.
▶ Εφόσον το ημίγλυκο είναι μάλλον για τους νοικοκυρόπουστες, τα κορόιδα και τους φλώρους.
▶ Ο Χριστιανόπουλος είναι ένα βαθιά συνεσταλμένο παιδί, που θέλει να φαίνεται κακό, σκληρό και ατίθασο.
▶ Κι ίσως θα επιθυμούσε να τον εκφράζει, ή όντως τον εκφράζει, ο στίχος του μουρμούρικου που λέει: Ημουνα στη γη βελόνι, που πατάς και σ’ αγκυλώνει.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-08-2020