Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Χασομέρης

Χασομέρης

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Μια καλημέρα πολύ-πολύ πρωινή σε όλες και σε όλους

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ο μπάτης, που σηκώθηκε, απόφαση δεν παίρνει,
να καρντινιάσει σίγουρα, τούτο το σύχλιο δείλι,
παρά, μ’ ανέγνωμα φτερά, αρχίζει το στροβίλι,
σαν το δερβίση, που ιερή ζάλη, τον γυροφέρνει.

Κλωθογυρίζει στο γιαλό, οκνός και χασομέρης,
απ’ τις γαΐτες παίρνοντας με βια προσκυνοχάρτια,
και στων παραγαδιάρικων τα ξάρμενα κατάρτια,
βαράει τον μολαρητό, αδέξιος λαουτιέρης.

Κι όλο γκρινιάζει σαν παιδί, που βλέπει πως η γνώμη,
της μάνας του κατάκιασε, στο άνοστο πληγούρι…
Και τόνε πιάνει ναλετιά, σαν να 'ναι βασταγούρι,
που κουβαλά αθέλητα, πρόσβαρο πανωγόμι.

Πώς να χρεώσεις άδικο, στ’ απείθαρχο τ’ αγέρι,
που στέκ’ αναποφάσιστο, μες στα θαλασσονέρια;
Σαν θα φυσήξει κατά δω, το νιώθει πως ασκέρια,
των λογισμών μας, άτακτα, του στήνουνε καρτέρι.

Και βούλονται ψεγάδια τους, να του τα ζαλικώσουν,
και να τα στείλουν άναυλα, στης λησμονιάς αγκάλες,
εκεί να ψυχοσβήσουνε, στου νου μας παραζάλες,
αφήνοντας το λέφτερο, καινούργια να σκαρώσουν.

Μας έχει πλέον βαρεθεί, στο μούχρωμα της μέρας,
ολοκαιρίς, να θέλουμε, της σκέψης μας φορτσέρια,
απάνω να φορτώνουμε, στη ράχη του, μ’ ευχέρεια,
στερώντας του τα θέλγητρα μιας εύθυμης εσπέρας.

Αυτός εδώ αν έρχεται, είναι που σε βεγγέρες,
αγρικερές και πρόσχαρες, ζητάει να ξεδώσει,
και φεύγοντας παραλοές και νότες θα σηκώσει,
ενθύμια, που ‘ναι τάματα, στου πόντου θυγατέρες.

Αυτός στ’ ασήμι της ιτιάς, ποθεί να κολυμπήσει,
σε φυλλωσιά ευκάλυπτου, ζητά να ξανασάνει.
ώσπου μπουγαρινιάς λεπτή, μοσκιά, να τη γλυκάνει,
την αρμυρή του αναπνιά, να τον αποπλανήσει.

Θέλει να δει τις πέργκολες, στ’ αγιόκλημα πνιγμένες,
και ν’ αγρικήσει στεναγμούς, και παθιασμένα λόγια,
να ψιθυρίζουν στη νυχτιά, ξεχνώντας τα ρολόγια,
μες στης αγάπης τους φωλιές, Ρινάλντοι κι Αλμιρένες.

Τέτοια γυρεύει κι όχ' αυτά, που είναι συναγμένα,
στη σκότινη τη σκέψη μας, θέλοντας ν' αποδράσουν.
Κι είν’ οι ελπίδες μας κοντές, πως θα τον ‘ξαγοράσουν,
τα παρακάλια τα θερμά, που ‘χουμ’ ετοιμασμένα.

Εδώ θε’ να ‘ρθει μοναχά, σα νιώσει πως η σκέψη,
σε στοχασμούς ανάπαλους, είναι παραδομένη,
και με του πόθου δύσματα, πως είναι μυρωμένη.
Τα μοσχοκάρφια τ’ ακριβά, τότε θα ζητιανέψει...

Στο πέλαγο που τον γεννά, πεσκέσι να τα δώσει,
μ’ άλλα μαζί που σόδεψε, στο διάβα του, βρεσίδια.
Κι αυτό θα βγάλει ορντινιά, για να λυθούν τ’ αρμίδια,
ταχιά, σαν της αρμενισιάς, η πεθυμιά τον ζώσει.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-09-2020