Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Εσπερινός

Εσπερινός

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Στο ταπεινό προσκύνημα, στων βράχων το ξωκλήσι,
που 'ν' τ' Αη-Νικόλα κατοικιό, και δακρυσμένο τάμα,
των καραβίσιων που 'χουν πιει τις θάλασσες αντάμα,
θα φτάσω κάποιο δειλινό, η μέρα πριν να σβήσει.

Το σταβροθόλι του, θα δω, το θαλασσοβαμμένο,
τα τοίχια του τα χιόνασπρα, απ’ του αφρού το χάδι,
θα κάτσω στ’ αβλιδάκι του, να δω πέλαγος λάδι,
να χρυσαχρίζει πραγαλό, στο γέρμα βουτηγμένο.

Και θ’ αγναντέψω το Σταυρό, στην άκρη του Μπαϊκούτση,
μαρνέρων δόλιων θύμηση, που χάθηκαν στο κύμα,
στων πέντε γλάρων τα φτερά, και στερηθήκαν μνήμα,
και ήταν σοπροκάρικοι, και νάβλεροι, και μούτσοι.

Όταν γλυκάνει η ματιά, και το μυαλό αδειάσει,
θα πιάσω την καναβιδιά, σπερνό για να σημάνω,
να ‘ρθουνε οι γερόντισσες, που μένουν παραπάνω,
να ‘ρθουν παιδιά που έχουνε, παιχνίδισμα χορτάσει.

Να φτάσ’ η δόμνα π’ αγαπώ, με αλλαξιά στην πάστρα,
κεφαλοπάνι πλουμιστό, κρατώντας δυο κεράκια,
και στο αυτί βασιλικού, σγουρού δυο φυλλαράκια,
να ‘χει περάσει που ’κοψε, απ’ της αυλής της γλάστρα.

Στο κλησουράκι σαν θα μπει, με κρύφιο καρδιοχτύπι,
θα παραστέκω θαρρεφτός, σιμά της στο μανάλι,
να μας τυλίξει θυμιατού, απόκοσμη μια ζάλη,
που θα ξορκίσει στην καρδιά, όποια βαστάμε λύπη.

Η Παναγιά της θάλασσας, στα γαλανά ντυμένη,
το βλέμμα της, το τρυφερό, απάνω μας θα ρίξει,
και τ' αη-δεσπότη προσταγή, θα δώσει να τυλίξει,
στ’ αλώνι του, δυο ναυαγούς σ’ αγάπη αφρισμένη.

Σαν διαβαστούν τα στιχερά και οι ψαλμοί κοπάσουν,
και η ευχή τ’ Αη-Συμεών, φτάσει στα επουράνια,
θα βγούμε… Θα μας καρτερούν, αρόδο πυροφάνια,
που θα πασχίζουν τη ματιά, με δόλο ν’ αποσπάσουν.

Θα πάει στράφ' η στόχαση, πως θα μας ξελογιάσουν...
Σε καρενάγιο σιωπηλό, τα βήματα θα φέρουν,
ανάργητα κι ανάπετα, σε τόπους που μας ξέρουν,
τους δυο μας, τα μεράκια μας για να καταλαγιάσουν.

Εκεί, σε βράχια κοφτερά, που ‘ν’ παντοχής δασκάλοι,
κι αναμεσίς σε πλέουσες, στεγνές που ξαποσταίνουν,
γρήγορα οι αναπνοές, θ' αρχίσουν να κονταίνουν,
μόνο τα μάτια θα μιλούν, τα λόγια θα 'ν' σπατάλη.

Κι όταν στον δωδεκάγυρο, οι δείχτες θα νυστάζουν,
και το παιδί της Κύπριδας, θα ‘ναι μισοχορτάτο,
τα βήματά μας τ’ άθελα, οπού δεν θα ‘χουν τράτο,
θα μας χωρίσουν, άστοργα, και οι ματιές θα σφάζουν.

Όμως, τ' αγρίμι που πεινά και που διψά για σμίξη,
κατέχει πως το χώρισμα προσκαιρινό, θε' να 'ναι
και πως γλυκού εσπερινού, καμπάνες θα χτυπάνε,
συχνά, σ' όρμο απόσιγο, σαν η ψυχή στραγγίξει.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-09-2020