Αφέντες

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Καμιά φορά, θυμάμαι κείνη τη φτελιά,
οπού την έκοψα, τον περσινό χειμώνα…
Πόσο ψηλή, αλήθεια, να ‘ταν και παλιά;
Έμοιαζε κει να στέκει, πάν' από αιώνα…

Μπορεί, το σπίτι μας να μην είχε στηθεί,
ακόμα, όταν ήταν αχαμνό κλαράκι,
και η πατρίδα να μαχόταν ν' απλωθεί,
μες στα κλωνιά της, σαν πρωτάκουσ’ αηδονάκι…

Ήταν μνημείο του ανέμου, της βροχής,
κι ενθύμιο των χειμωνιών, που είχ’ επιζήσει…
Τσάκνα και φλοιός ξερός, στα πόδια της φτωχής,
σημάδια για το πως και ποιον είχε νικήσει…

Των τζιτζικιών μονότονες αθιβολές,
από των κλώνων της τα ξέθωρ' αναλόγια,
θαρρείς, πως ψέλνανε, χωρίς αναβολές,
για φύλλα της που πέφτανε, τα μυρολόγια…

Λυγιόταν ρέζιγα στ’ αγέρα την οργή,
- ο γέρος, πάντοτες, ζητούσε να την κόψει, -
βαριά σκιανάδα της, στη σκαλισμένη γη,
μπαξέ δεν άφηνε, ποτές του, να προκόψει.

Πολύ τις παίδευε τις δόλιες πιπεριές,
που πάλευαν σε φως λειψό, να έχουν τύχη,
μα κι όσες κρέμονταν στις άκρες σαθουριές,
κι υψώναν, άφελα, στα σκαντζοχέρια, τείχη.

Να το κατέχεις, πως δεν είμαστε σκληροί,
με τη μελάγγη και τα πλάσματα που θρέφει.
Κι αν της μελίγκρας αβγατίζουν οι σωροί,
της πασχαλίτσας έργο, να τους καταστρέφει.

Δεν συμπαθήσαμε ποτές τα χημικά,
δείχτης κι αντίχειρας, για ζούμπερα αρκούνε…
Ναι, τα λυπούμαστε, μα τα κηπευτικά,
πρέπει να παίρνουμε, που έχουν να τραφούνε.

Μα το θεό, με πείραξε για τη φτελιά,
που ‘χαν οι ρίζες της τα θέμελα σηκώσει,
στο δώθε τοίχο, και καθώς ήταν παλιά,
μας είχε, στα σωστά, ο ήσκιος της, στοιχειώσει...

Πόνεσα άνοιξες χορτάτες παντοχή,
όπου το φως γινόταν χρώματα χολάτα,
και καλοκαίρια που σαμάρες, σαν βροχή,
γιομίζανε με τόσ' ανεμελιά τη στράτα.

Και τα φθινόπωρα με δίγνωμους καιρούς,
που έπαιρνε ο θόλος της να τρεμουλιάζει,
όπως ο σκύλος, που με βόγγους θλιβερούς,
βροχή που του φορτώθηκε αποτινάζει.

Κοντός ψαλμός... Κοντέβει πια μεσημεράκι...
Με λάδι πρέπει και μπενζίνα να γεμίσω,
τ' αλυσοπρίονο, και τ’ αψηλό καβάκι,
να πεταχτώ και στο λεφτό να το γκρεμίσω...

Βλέπεις, κι αυτό, κουσούρια έχει της φτελιάς,
- τα πιο πολλά -, και τ' άμοιρο μ’ υποχρεώνει,
να γίνω άσπλαχνος, τ’ ολέθρου, βασιλιάς,
που κει στη ρίζα του θα φτάσει με το πριόνι.

Δεν το μπορώ το βλέμμα σου το αγριωπό,
και με βαρύνανε ετούτες οι κουβέντες…
Κι αν έχεις γνώμη άλλη, ένα θα σου πω,
σ’ αυτή την πλάση, είν’ οι άνθρωποι αφέντες…

Στο κάτω-κάτω, θα 'ρθει κάποτες καιρός,
κι ελόγου μας, άπονος χάρος, να πριονίσει…
Λίγο τραβήξου, να 'ν’ ο τόπος μαδαρός,
κι άσε το γίγαντα, στο χώμα, ν’ ακουμπήσει…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 21-09-2020