Παράξενο

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Αφύσικο, νυχτιά που θες, όταν καλοφωτίζει,
και, που την όστρια τη ζητάς, σα βλέπεις πως χιονίζει...
Κι εκείνη, πως την αγαπάς, να φύγει σαν αφήνεις,
να νιώθεις, ολοκάθαρα, και να το καταπίνεις…
Δεν είναι σκάρφη, η βραδιά, μοσκιά της σαν ξεφτίζει;
Δεν είναι γιάρι, η βραδιά, στην κόχη στέρφας κλίνης;
Δεν είν’ φαρμάκι, η βραδιά, ρήμι σαν σε πλευρίζει;

Αλλόκοτο, να νοιώθεις πως, κουμάντο κάνεις, μόνο,
σαν, διπλωμένος, μάχεσαι αγλυκασιά και πόνο…
Και, που το δρόμο τον μισείς, σαν χάνεται το σπίτι,
γυρνώντας, με το νου θολό, απ’ του πιοτού τη σκήτη…
Δεν είναι φταίξη, να ζητάς, στο σπίρτο, οξυγόνο;
Δεν είναι κρίμα, π’ όρισες τ’ αψέντι τραπεζίτη;
Δεν είναι λάθος, μια ζωή, με δανεικό το χρόνο;

Παράξενο, που σαν κοιτάς, τον πάτο απ’ το ποτήρι
ελπίζεις να βρεις αλαμπή, σβραχνάδων λιχνιστήρι…
Και που δε βάνεις στο μυαλό, απεικασιές πως φτάνουν,
αργά, και πως γοργά πετούν, προτού πληγές να γειάνουν…
Είν’ εύκολο, για σκιάσματα, να βρεις λιβανιστήρι;
Είν’ βολετό, τις θύμησες, να στείλεις να πεθάνουν;
Είν’ κόμοδο, για όνειρα, να στήνεις τρεχαντήρι;

Περίεργο, που σαν σφαλάς, τα μάτια, τήνε βλέπεις,
και, που γιατί συμβαίν’ αυτό, να σε κεντά, επιτρέπεις…
Ίσως, μια μέρα, τελικά, πετύχεις να το νοιώσεις,
πως όλα όσα ακουμπάς, μπορείς να τα στρεβλώσεις…
Κισμέτι, λες, η στάφνη σου, το ντρίτο π' αποτρέπει;
Τυχαίο είναι, τάχα, κραυγή που θες να υψώσεις;
Λαχίδι σου το λίβελο, που κλίση παραβλέπει;

Παράδοξο, που σαν κοιτάς, τη νύχτα το ταβάνι,
η ίδια αγριαγκυλονιά, είν’ της καρδιάς δρεπάνι…
Και που σου μπαίνει στο μυαλό, πως φτάνει η αγάπη,
στα μουλωχτά, και πως γοργά, τραβιέται σα ζουλάπι…
Νόμιζες, θα ΄χες συντροφιά, στ’ αποψινό σεργιάνι;
Θάρρεψες πως ο έρωτας, τζεμπέρι είν’ αζάπη;
Ξείκασες, μόσχο απ’ ανθιά, στου νου σου το ρουμάνι;

Παράταιρο, που θα τη δεις, στον ύπνο σου, κλαμένη,
και που θα βγει κι η νύχτα σου, στο θρήνο βουτηγμένη…
Ίσως, μια μέρα ελπιστή, πάψεις να ζεις με δόσεις,
και σε ορθάνοιχτ’ αγκαλιά, για πάντα, την κλειδώσεις…
Τότες, δεν θα ‘ν’ η ζήση σου, σε μέγγενη πιασμένη…
Απού σαν φτάσει, έρωτα, αγέραστο θα νιώσεις…
Τότες, χαιράμενη ψυχή θα γείρει χορτασμένη…
[I][/I][I][/I][I][/I][I][/I][I][/I]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-09-2020