Άγριες κραυγές

Δημιουργός: MARGARITA

Απόσπασμα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια φώναξε: Εμένα η ψυχή μου
θα σταματήσει να ερωτεύεται όταν πεθάνω.
Η ψυχή μου δεν θα γεράσει ποτέ!
Εκείνο το βράδυ το Μαγιάτικο της Κυριακής σαν γύρισε είδα
πως η ψυχή της είχε ηλικία. Το είδα στο βάδισμα της το σκυφτό,
το είδα στους κυρτωμένους ώμους της σαν να κουβάλαγε τη μάνα Γη
μονάχη της, το είδα στα μάτια της.
Μια στρατιά σύννεφα μαύρα. Δεν έκλαιγε.
Την ρώτησα, τι, ποιος, γιατί; Λόγια μισά μουρμούρισε,
που ακούστηκαν σαν σε χρησμό προφητικό. Κρύωσα απ τη φωνή της.
Λαθεύει η αθωότητα του έρωτα των ονείρων; Δεν λαθεύει.
Μονάχα στις σκιές μουρμούρισε…..
Τις μέρες χωρίς ήλιο, χωρίς το φως του φεγγαριού, κάποιες νυχτιές.
Τότε που έρχονται και χάνονται και εσύ τις κυνηγάς μάταια.
Να τις πιάσεις.
Εγώ δεν ήμουνα σκιά και ο δρόμος μου είχε ανηφοριές, είχε πέτρες.
Με άγγιξε ένα αστέρι, με μέθυσε το φως του και σκόνταψα.
Έχασα εμένα…..και εκείνο χάρηκε που να με ξεγελάσει μπόρεσε.
Έχασα τον βηματισμό μου και ντράπηκα. Μάζεψα τις πέτρες μην τύχει
κανένας και σκοντάψει και πονέσει. Όσο η νύχτα ακροβατούσε
στο δρόμο της για την αυγή, για πρώτη φορά ένιωσα ένα φόβο για κείνη
Είχε αλλάξει. Ήταν απόμακρη. Από όλους μας.
Όταν μπήκα στο δωμάτιο να την ξυπνήσω στο πάτωμα είδα χαρτιά
σκισμένα, ένα μπουκάλι άδειο, ένα ποτήρι σπασμένο,
ένα κερί που ξεψύχαγε φτιάχνοντας σκιές.
Και πλάι στο μαξιλάρι, μια γραφή της.
«Που να κρυφτείς ψυχή μου, να μη σε συναντήσει,
να μην τον συναντήσεις και τον αγγίξει ο πόνος σου και τον πονέσει ».
Τη ρώτησα αν ήταν άρρωστη και μου αποκρίθηκε πως κρύωνε πολύ.
Και πως αν ήξερε πόσο πολύ κρυώνεις όταν γυμνώνεσαι, θα πρόσεχε.
Θέλω να κοιμηθώ. Θέλω να ξαναμπώ στον αμνιακό σάκο.
Εκεί που τίποτα δεν μ άγγιζε. Να ξαναγεννηθώ.
Να βαφτιστώ σε κολυμπήθρα λήθης.
Μόνο έτσι θα νικήσω την παγωνιά του θανάτου που κρυφογελά…..

Δημοσίευση στο stixoi.info: 02-09-2006