Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Ὁ Ματρόζος

Ὁ Ματρόζος

Δημιουργός: daponte, Σταύρος

η αθέατη πλευρά των αγωνιστών του '21

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Αποσπάσματα από το ποίημα "Ὁ Ματρόζος" του Γεωργίου Στρατήγη.

(Γεώργιος Στρατήγης (Σπέτσες 1860 – Πειραιᾶς 1938): Ποιητὴς καὶ θεατρικὸς συγγραφέας μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Καστάνιτσα Κυνουρίας.)


[I]Περὶ τοῦ ποιήματος: Ὁ Ματρόζος, Σπετσιώτης ἀγωνιστής, ποὺ χάρισε ἀφειδώλευτα τὰ πάντα στὴν πατρίδα, τελείωνε τώρα τὴν ζωή του φτωχὸς καὶ ἀγνοημένος, ἐνῷ οἱ πρώην ναῦτες του εἶχαν γίνει καπεταναῖοι στὰ βασιλικὰ καράβια καὶ ὁ παλιὸς συμπολεμιστής του Κωνσταντῖνος Κανάρης ἦταν πρῶτος ὑπουργός. Αὐτόν, λοιπόν, τὸν Κανάρη -τοῦ ὁποίου τὴν ζωὴ εἶχε γλυτώσει κοντὰ στὴν Τένεδο- πηγαίνει νὰ συναντήσει ὁ γερο-Ματρόζος στὴν Ἀθήνα. [/I]


[/B]Ἕνας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτὸς ἀπὸ τὰ χρόνια,
μὲ κάτασπρα μακριὰ μαλλιά, μὲ πύρινη ματιά,
σὰν πλάτανος θεόρατος γυρμένος ἀπ᾿ τὰ χιόνια,
περνοῦσε πάντα στὸ νησὶ τὰ μαῦρα γηρατειά.
Εἶναι ἀπὸ κείνη τὴ γενιὰ κι ὁ γερο-καπετάνος
ποὺ ἀκόμα καὶ στὸν ὕπνο του τὴν ἔτρεμε ὁ Σουλτάνος.

Εἶναι ἀπὸ κείνους ποὺ ἔχυσαν τὸ ἀθάνατό τους αἷμα,
ἀπὸ τοὺς χίλιους ποὺ ἔβγαλες, πατρίδα μου χρυσή,
εἶναι ἀπὸ κείνους ποὺ ἔβαλαν στὴν κεφαλή σου στέμμα
καὶ ἄγνωστοι σβηστήκανε στὸ δοξαστὸ νησί.
Εἶχες ἀστέρια ὁλόλαμπρα στὸν οὐρανό σου κι ἄλλα,
μὰ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἔλαμψαν ἤσανε πιὸ μεγάλα.

[.....]

«Παιδί μου, τώρα ἐγέρασα, παιδί μου θ᾿ ἀποθάνω»,
στὸ τέλος πάντα μοῦ ῾λεγε μ᾿ ἕν᾿ ἀναστεναγμό,
«Ἕνας Ματρόζος δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὸ ζητιάνο,
μὰ νὰ βαστάξω δὲν μπορῶ τῆς πείνας τὸν καημό.
Κλαίω ποὺ ἀφήνω τὸ νησί, θὰ πάω στὴν Ἀθήνα,
πρὶν πεθαμένο μ᾿ εὕρετε μία μέρα ἀπὸ τὴν πεῖνα...

Μοῦ λέν, ὁ καπετὰν Κωνσταντῆς, ἀπ᾿ τὰ Ψαρὰ κεῖ πέρα,
πὼς ὑπουργὸς ἐγίνηκε μεγάλος καὶ τρανός,
κι ἂν θυμηθῇ πὼς τὴ ζωή του ἔσωσα μία μέρα
ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὴν Τένεδο, μποροῦσε ὁ Ψαριανὸς
νὰ κάνει τίποτε γιὰ μὲ κι ἴσως νὰ δώσουν κάτι
σ᾿ ἐκεῖνον πού ῾χε τάλαρα τὴ στέρνα του γεμάτη».

[.....]

«Ἐδῶ τί θέλεις, γέροντα;» ρωτᾷ τὸν καπετάνο
στὸ ὑπουργεῖον ἐμπροστὰ κάποιος θαλασσινὸς
ντυμένος στὰ χρυσά. «Παιδί μου, εἶναι πάνω
ὁ Κωνσταντής;». «Ποιὸς Κωνσταντής;». «Αὐτός... ὁ Ψαριανός».
«Δὲ λὲν κανένα Ψαριανό, ἐδῶ εἶναι Ὑπουργεῖο,
νὰ ζητιανέψῃς πήγαινε μὲς στὸ φτωχοκομεῖο!».

Ὁ γέρος ἀνασήκωσε τὸ κάτασπρο κεφάλι
καὶ τὰ μαλλιά του ἐσάλεψαν σὰν χαίτη λιονταριοῦ
καὶ μὲ σπιθόβολη ματιὰ μὲς ἀπ᾿ τὰ στήθια βγάνει
μὲ στεναγμὸ βαρύγνωμο φωνὴ παλληκαριοῦ:
«Ἂν οἱ ζητιάνοι σὰν κι ἐμὲ δὲν ἔχυναν τὸ αἷμα,
οἱ καπετάνοι σὰν καὶ σὲ δὲν θὰ φοροῦσαν στέμμα!»

Τότε ὁ Κανάρης ποὺ ἄκουσε φιλονικία κάτου,
στὸ παραθύρι πρόβαλε νὰ δεῖ ποιὸς τὸν ζητεῖ
καὶ τὸ νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε ἡ καρδιά του
καὶ νά ῾ρθει ἐπάνω διέταξε μὲ τὸν ὑπασπιστή.

[......]

«Δὲν μὲ θυμᾶσαι, Κωνσταντή;» σὲ λίγο τοῦ φωνάζει,
«γρήγορα σὺ μὲ ξέχασες, μὰ σὲ θυμᾶμαι ἐγώ!...».
«Ποιὸς τό ῾λπιζε νὰ δεῖ ποτές», ὁ γέροντας στενάζει,
«τὸν καπετάνο ζήτουλα, τὸ ναύτη ὑπουργό!...».
Καὶ σκύβοντας τὴν κεφαλὴ στὰ διάπλατά του στήθη,
τὴ φτώχεια του ἐλησμόνησε, τὴ δόξα του ἐθυμήθη.

«Ποιὸς εἶσαι, καπετάνο μου; Καὶ ποιό ῾ναι τὸ νησί σου;»,
ὁ Ψαριανὸς τὸν ἐρωτᾷ μὲ πόνο θλιβερό,
«πενήντα χρόνια, μιὰ ζωή, περάσανε, θυμήσου
ἀπ᾿ τῆς καλῆς μου ἐποχῆς, ἐκείνης τὸν καιρό.
Μήπως στὴν Σάμο ἤσουνα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη;
Στὴν Κῶ, στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴ Χῖο, στὴ Μυτιλήνη;»

[...]

Στὸ στρίψιμο τοῦ τιμονιοῦ μᾶς σίμωσες... μ᾿ ἀντάρα,
ὁ Τοῦρκος κοντοζύγωνε ἡ μαύρη μου καμπάρα
ἀστροπελέκια καὶ φωτιὲς καὶ κεραυνοὺς πετοῦσε,
μὰ σὰν δελφίνι γρήγορα κι ἐκεῖνος ἐγλιστροῦσε.
Οἱ ναῦτες μου φωνάζανε: «Τί κάνεις καπετάνο;»
Κι ἐγὼ τοὺς λέω: «Τὸν Ψαριανὸ νὰ σώσω κι ἂς πεθάνω...».

Καὶ σοῦ πετῶ τὴ γούμενα... καὶ δένεις τὸ μπουρλότο...
κάνω τιμόνι δεξιά... τὸ φλογερὸ τὸ χνῶτο
τοῦ Τούρκου θὰ σὲ βούλιαζε - θυμᾶσαι; Σοῦ φωνάζω,
«Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους ν᾿ ἀνεβεῖς», μὰ δὲν μ᾿ ἀκοῦς κι ἀφήνεις
ἄλλοι ν᾿ ἀνέβουν... ἔσκυψα κι ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ σ᾿ ἀδράζω,
καὶ σ᾿ ἔσωσα κι ἐφύγαμε... μὰ δάκρυα βλέπω χύνεις!...».

«Ματρόζε μου!» δακρύβρεχτος ὁ Κωνσταντὴς φωνάζει
καὶ μὲς στὰ στήθη τὰ πλατιὰ σφιχτὰ τὸν ἀγκαλιάζει.
Κι ἐνῷ οἱ δυὸ γίγαντες μὲ τὰ λευκὰ κεφάλια
στ᾿ ἄσπρα τους γένεια δάκρυα κυλοῦσαν σὰν κρυστάλλια,
δυὸ κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα ἀπὸ τὸ χιόνι,
ὅταν τοῦ ἥλιου τὸ φιλὶ τὴν ἄνοιξη τὸ λειώνει.- [B]

https://youtu.be/OC9tVP0AEL0

Δημοσίευση στο stixoi.info: 25-03-2021