Ο όφις

Δημιουργός: CHЯISTOS P, soɯıpǝʇuǝd soʇsıɹɥɔ

Δεν φτάνει που την πατήσαμε μετά ντρεπόμαστε και την καζούρα που θα φάμε

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info


Ο όφις.

Το άγριο δάσος νόμιζε πως ήτανε παιγνίδι,
κι αμέριμνα και άφοβα κυλιόταν στο γρασίδι.

Οι μέλισσες -που σκιάζονταν- είχανε φύγει ήδη,
κι αν τον τσιμπούσαν πρόβλεψε να ‘χει μαζί του ξύδι.

Μες στα πουρνάρια τρίβονταν ανέμελα σαν γίδι
και τ’ άγρια χόρτα πλάκωνε και τά ‘κανε στρωσίδι.

Στην τύφλα του ο άμοιρος δεν μπόρεσε να είδει
πως δίπλα όπου έπαιζε λιαζόταν ένα φίδι.

Κι όταν χαζά, το πάτησε του ‘ρθε σαν κεραμίδι
που ο όφις τονε τσίμπησε στης γάμπας το κοψίδι.

Στην μάνα πήγε κλαίγοντας σπαρώντας σαν σαφρίδι
μα η μάνα δεν τον χάρισε.. ..και του ‘ριξε χεσίδι !

Προσωρινά του έδεσε στο δάγκωμα κρεμμύδι
και με ταξί τον έστειλε στην πόλη για ..ταξίδι…

..............
Στην κλινική που βρίσκονταν, αισθάνονταν σκουπίδι
κι όσοι ρωτάγαν τι_έπαθε : «--Α ! μπήκε ένα αγκίδι !...»
-.-

Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-10-2021