Ξυπόλητα αγόρια

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Καλημέρα. Αφιερωμένο στα αγόρια που, κάποτες, γίνηκαν οι σύντροφοι του παιχνιδιύ στα παιδικάτα μου...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Κόστας, ζαλώνεται, οσμή, άξαφνο αγεράκι,
και λιόχαρο απόγιομα, τη σπρώχνει στο αζάτο.
Μα είν' γυαλί η θάλασσα, και μέσα στο κανάκι,
σμίγεται με την παραφρή, κυμάτι ντελικάτο.

Σε περουτζένιο ουρανό, γλιστράει μιαν αχνάδα,
ωσάν γαρμπόζο λόβερο, σε πέλαγου αγκάλη,
με σκέρτσο σκανταλίζοντας, τη νέτη γαλανάδα,
μαγιάς απομεσήμερο, που χρίζει με σπατάλη.

Μήτε γαΐτα φαίνεται, στην πραγαλή τη βάλη,
μήτε λατίνι στ' ανοιχτά, μεστό απ' τον αγέρα.
Ετούτα συναλίζονται μόνο με το μαϊστράλι,
και δίχως-του σε ριχτιμιό, θράσα διαβαίνουν μέρα.

O ντόκος είναι ορφανός, από βάρκες, καΐκια
οι μπίντες του σκουριάζουνε, πρυμάτσα καρτερώντας.
Κι οι τσαμαδούρες λείπουνε, που σταλικώναν, δίκια,
μπενζίνες απ’ τους βουτηχτές, απόμακρα βαστώντας.

Στ' αμμουδερό το σύγιαλο, κορμιά είν' ξαπλωμένα,
για μελαψό, πασχίζοντας, σ' αχνόπετσά τους, ρέγκι.
Μα θράσιοι είν' οι κόποι τους και πάνε στα χαμένα,
τι είν' ξανθοί κι ασπριδεροί - νέμτζοι, μπορεί φιαμέγκοι…

Ζερβά, αργόσυρτη ματιά, βιγκλά άδειο μαντράκι,
και, παραδίπλα, έφκαιρη μιας φάμπρικας τη σκάλα.
Κι ο ήλιος τiμονέβοντας μ' αλάθεφτό του δοιάκι,
τη μέρα σμπρώχνει κατά κει, οπού 'ν' κάβου διχάλα…

Μα, τίποτις, από αυτά, αίστηση δεν μου κάνει
και, με διαφέρο, βλέμμα μου, πάνω τους, δε στεριώνει.
Τι, φλάτο κάποιας θύμησης με πήρε για σεργιάνι,
και με τραβά, μαγνητικά, στο χτες που με ισκιώνει.

Και θώρι μου, μαεστρικά, σ' αμμούδα μανουβράρει,
μπρος απ' τους δυο ευκάλυπτους - αχ, πως γιγαντωθήκαν,
σαν άρχιζε ξετυλιγμός, στης ζήσης μου κουβάρι
ήταν αριές αναστησιές, στην άρμη π’ αφεθήκαν…-

Εκεί, μελαψοδέματα, φερμάρω δυο αγόρια,
να περπατάν ξυπόλητα, στου πέλαγου την ούγια,
να ξαγναντέβουν στ' ανοιχτά, με μάτια τους πελώρια,
με τα μαλλιά σ' αναδεμή, απ' του σορόκου χούγια.

Την κανελιά, να παίρνουνε, τη σπιάντζα, να χτενίζουν,
χνάρια φιλέβοντάς τηνε, με ξύγυμνα ταμπάνια.
Κι άλλος, γύρω τους, κόσμος, πως δεν είναι, να νομίζουν,
και κλήρα έχουν, μόν' αυτά, σε ρήχης τα βιδάνια.

Γαλήνια, σέρπουν, θαλασσιές, σκορπίζοντας λεβάδα,
απάνω στη λιοφλόγιστη άμμο που στραφταλίζει,
κι απέ, με μιαν ανάσα τους, κάνουνε ρετιράδα,
και στέλνουν σκάρμη σε βυθό, οπού σταχτομπλαβίζει.

Μα, τα παιδιά δεν γνοιάζονται, που ο κοπός τους σβήνει,
και για λιανώματα, αχτή σαρώνουν, ξεβρασμένα,
αξία που 'χουνε όση, η φαντασιά τους δίνει,
και είν' πολυλογάριαστα, μ' όνειρα κεντρωμένα.

Περιμαζέβουν όστρακα, μεθύστρες και κοκίνες,
γυαλιστερές, καλόγνωμες, χάβαρα, πεταλίδες,
καραβωλάκια θωριαστά, μαρίτσες, μελογκίνες,
σταβρούς, καβούκια αχινιών, πορφύνες, στρουφιλίδες…

Καπάκια συμαζώνουνε, φελλούς από μποτίλιες,
κομμάτια, απ' το γυάλινο κορμί κάποιας κανάτας,
καφάδες μ' ώρια χρώματα, με γραδωσιά καβίλιες,
και μπάϊνες που ξεκόψαν, από πλεμάτια τράτας…

Των φουμαδόρων σύνεργα, απολησμονημένα,
κάποια κερκέλια μ' ένα-δυο μπρούτζινα ανοιγάρια,
συχνάτσες ξεσπριλιάρικες, κέρματα γιαρωμένα,
πούλια για τάβλισμα κι αχνά, μισοσβησμένα ζάρια…

Καδένες με τα γκόλφια τους, ασημοχρυσωμένες,
που βγήκαν και ξεχάστηκαν, προτού δυο μακροβούτια,
βέρες σ' αλουμινόχαρτο, ανάμελα κρυμμένες,
σκουλαρικάκια, φυλαχτά, χωστά σε σπιρτοκούτια…

Και σκούζουν, και χοροπηδούν, σαν βρουν καμιά φιγούρα,
καραμπινιέρου, πλαστική, ή και αλογατάρη.
Κι έχουν το νου τους, μη φανεί, στης άμμουδας μια σούρα,
μπουκάλι, που καιρό βαστά, το χάρτη για λογάρι…

Ή, μην εκεί, στ’ ακρόγιαλου κουμούλα, βρουν θαμμένα,
συντρίμια απ’ τ’ ακρόπρωρο, πνιγάρικης γαλέρας,
που είχε δράκου φοβερού, σουσούμια σκαλισμένα,
απάνω του, κι ήταν θωριά, μιας μοίρας ζερβοχέρας.

Μα, ρήγας ήλιος, γλήγορα, θα ξεκαβαλικέψει,
από τ' αμάξι του, κι απέ, θα γείρει σε κλινάρι,
κι η νύχτα θα χασμουρηθεί, έχοντας μπάτη κλέψει,
τη μυρωδιά τη δροσερή, κάτ’ απ’ ωριό φεγγάρι.

Οι ψαχουλοί οι πίτσικες, θα στρέψουν κουρασμένοι,
και θα 'χουνε τις φούχτες τους, τις τσέπες τους, γιομάτες,
κοχύλια, τζόγιες, βρεσιμιά, και θα 'ναι μπολιασμένοι,
με ξαφηγήσεις τσίλικες, μ' άρμη κι άμμο χορτάτες.

Κι όπως θα ξαλαργέβουνε, το βήμα τους τραβώντας,
θα ξαναγείρω, μυστικά, στ' αζάτου δρόσια άκρη,
απάνω απ’ τον ώμο μου, μ’ έγνοια συχνοκοιτώντας,
και στων ματιών μου, νοιώθοντας, τις άκρες, κάποιο δάκρυ…

Και, ίσως, το βραχιόνι μου, ν' απλώσω κει στο ράφι,
οπού 'ν' μποτίλια αδειανή, από καιρό πια σκάρτη,
κι απ' το σκριτόριο παίρνοντας, σκέδα, κλίφι που γράφει,
να πιάσω να σκιτσώνω για θησαβρό έναν χάρτη...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-06-2022