Μαμούρης και ζαγάνι

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Ευχές σε όλες και σε όλους για τη μεγάλη επέτειο τη Παλιγγενεσίας. Χρόνια πολλά Ελλάδα, χώρα των φωτεινών, χώρα των ελεύθερων. "Η Ευτυχία είναι στην Ελευθερία και η Ελευθερία στην Ευψυχία" (Περικλής από τον Επιτάφιο λόγο του).

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μαμούρης αίμα ίδρωνε, σ' ενός σπαχή τσιφλίκι,
όντας σ' αριά σιμοτινή, ακούμπησε ζαγάνι,
κι ο ποχεριός μανκάρησε χέρι απ' το σκαπάνι,
ψιλή κουβέντα πιάνοντας, με φτερωτόν ασίκη:

«Περήφανέ μου σταυραητέ, οπού ψηλαρμενίζεις,
και φτερακίζεις άναργος, σε λόγγους, καταράχια,
σε σώχωρα και φτάνεις ως της θάλασσας τα βράχια,
μην, κατεχάρη, φρόνιμο, τυχαίνει να γνωρίζεις;

Αχ, μ' εξαδάχτυλα φτερά, οπού πλήσια ζηλέβω,
μιας και συχνά ανεβρυτός, πάν' απ' τη γης διαβαίνεις,
μήπως κάποιον απάντησες, ντουνιά σαν καρσινταίνεις,
να δώσει-μου απόκριση, σε τούτα που γυρέβω;

Πού κρούει ήλιος της σκλαβιάς, κάποιος να μου μηνύσει,
αχάραγα να 'μαι καρσί, να δω ποιό έχει διώμα,
να δω, αν έχει δύναμη, με ζεστασιά, με χρώμα,
τα νύχτερα τα σύγνεφα ψυχής να τα σκορπίσει…

Πού βγαίνει της σκλαβιάς νερό, κάποιος να χαμπερίσει,
να πάω σ' άμπλα του να πιω, με άπληστο το στόμα,
να δω αν είναι βολετό, μαραγκιασμένο σώμα,
από λιβάκωμα τρανό, αχ, να δροσοβολήσει…

Πού ξαερό σκλαβιάς τραβά, κάποιος ν' αποστομίσει,
να βγω σε φρύδι βουναλιάς, το δρόσιο του να μάσω,
να δω αν είναι κόμοδο, λασκάδα να χορτάσω,
να δω ποια τύχη έχει κει, γλείμα να πρασινίσει…

Μεστό, που είν' σκλαβιάς φουσκί, κάποιος να μολογήσει,
να πάω να σακκιάσω-το, ρόγγια να μελαγρίσω,
να δω ποιό θα 'ν' μαξούλι μου, όντας θα τ' αλετρίσω,
να δω αν σπάρμα μου μπορεί, μ' αβάντα τ' να φτουρίσει…

Που είν' σκλαβιάς η θάλασσα, κάποιος ν' αντιλογήσει
να βγω σε κόστα της γλαρή, σ' αγαληνή της βάλη,
να δω αν το κουλούπι της, χαϊδέβει-το μαϊστράλι,
αν στέλνει κουφαθαλασσιά, στα πόδια μου να σβήσει…»

Και ο αβτζής εστάθηκε, βαθιά συλλογισμένος,
πέρασε ένα σαλιντί, τη σταβρωτή του ράχη,
και με αγέρα που 'χουνε, πολύπειροι διδάχοι,
μ' αχνή ανθρώπινη λαλιά, του λέει δακρυσμένος:

«Γιατί γυρέβεις άνθρωπο, για να σε καρντινιάσει,
και τόπους με γνωρίσματα, που βάνεις, να σ' ορίσει;
Θαρρώ, κι η αφεντιά μου, πως μπορεί να σε φωτίσει,
για το που έχουνε μονιά, τέτοιες μαγιές στην πλάση...

Μην ψάχνεις, έρμε μου, να βρεις, ξόμπλι στη δουλοσύνη,
δεν είν' σκλαβιάς αρχαρικό κανένα που ν' αξίζει...
Αργά, νεκρώνει ο ζυγός, το καθετί π' αγγίζει,
δεν θα βρεις από κάτω του, γλυκάδα, γηθοσύνη.

Ήλιο κρυερό, πηχτό, θαμπό, βαστά η σκλαβομάρα,
κι ό,τι από φως του μένει, το ρίχνει σε μαδάρες…
Τα δέντρα κει είν’ κούτσουρα, μ' αφύλλιαστες τις κλάρες,
στεγνά απολιθώματα, με βλέψη αρρωστιάρα.

Στη δουλοσύνη, το νερό δροσοβολιά δεν έχει,
όσο κι αν πιεις, δεν το μπορείς, «ξεδίψασα!» να κράξεις.
Εκεί ζεφύρι δεν τραβά, γιατσάδα τ', να βυζάξεις,
μονάχα λίβας τύραννος, στης γης τέντωμα, τρέχει…

Είν' η μελάγγη της σκλαβιάς, ανάκρατη, και τράτο,
δεν έχει για πλούσιες καρπιές, λισβά μπερκέτια δίνει,
λογιώ-λογιώ παράσιτα, ν' αξαίνουνε αφήνει,
και της στρωτής της καλουργιάς, ν'αμφισβητούν ρηγάτο…

Της σκλαβοσύνης θάλασσες είν' βαρυκαιρισμένες,
και μες στον πελαγοδαρμό βουλιάζουν τα νερά τους,
στ' ακροδαχτύλια σου χιμούν, κυμάτια γνοφερά τους,
που σκύλλες μέσα τους βαστούν, χάρυβδες, μανισμένες.

Κι ο νύχτερός της ουρανός αστέρια δεν ξενίζει,
όσο κι αν ψάξεις δε θα βρεις της Παναγιάς το δρόμο…
Σ' εξιά της, η συνείδηση, γέβεται λαιμητόμο,
κοράκιο αργινό, αφού, πιο πριν την απελπίζει...

Σαν η συνείδηση σωθεί, της ζήσης ποιά η έννοια,
δεν έχει φλόγα μέσα της, γάρμπος που να στιμάρεις…
Αν είχε χάρες η σκλαβιά, θα ζούσα χουσμεκιάρης,
κι όχι αβέρτος σ' ουρανούς, σε τόπια ζαφειρένια…

Στη λεφτεριά μόνο θα δεις τα που ποθεί ψυχή σου...
Παράτα τη σκαπέτα σου, απάριασε λισγάρι,
κάμε και το υνί σπαθί, το θέριστρο χατζάρι,
και χύνοντας το αίμα σου, να τηνε βρεις ευχήσου...

Τι δεν χαρίζεται, μαθές, η λεφτεριά, κερδιέται,
και για να έχεις-την μπορεί, με ζήση σ' να πληρώσεις,
μα, σαν αδράξεις-την, ωσάν, κι εμέ θ' αναφτερώσεις,
και θα φρανθείς με καθετίς, π' αξίζει να τρυγιέται…»

Είπ' ο αητός και σώπασε, τηρώντας τον μαμούρη,
που δάκρυζε, τι ένοιωσε την ύπαρξή του σκάρτη…
Κι έσυρε μια τρανή φωνή: "Σπαχή, τούτον τον Μάρτη,
μην καρτερείς κλαδέματα, παρά φωτιά, τσεκούρι…

Καρτέρα μόνο να με δεις σε λάβαρου τον ήσκιο,
για λεφτεριά που μου κλεψες, να βγαίνω σε σεφέρι,
με τούτο το παλιότσαπο, στο ψυχωμένο χέρι,
αλάργα απ' του σκλαβωμού, θανατερό περίσκιο…

Να νιώθω όσα στάνθηκαν οι, που σπαθι τραβήξαν,
και χάλεψαν ή λεφτεριάς να δούνε κάντια ώρα,
ή να μη μείνει ένας τους, και να 'χουν μαυροφόρα,
να κλαίει δόλια λεβεντιά, με χάρο σαν εσμίξαν.»

Δημοσίευση στο stixoi.info: 25-03-2023