Η βεντάλια

Δημιουργός: MARGARITA

Καλημέρα ψυχές...έχει δωράκι τούτο....

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[I]Στην Ασουνσιόν μια μάντισσα μου άφησε στα χέρια μου μια κλειστή βεντάλια και μου ψιθύρισε «ποτέ μην την ανοίξεις»στο αυτί. Το έκανα το πρωινό εκείνο που την λύτρωση κοινώνησα στη κιβωτό μου. Τις αλυσίδες μου να σφυρηλατήσω πόθησα. Τον αυχένα μου από το μαρτυρικό φορτίο να ελευθερώσω. Μορφέα γαλήνη σ εμένα να δωρίσω. Να μη χαθώ στη λίμνη της παράνοιας. Τα όνειρα μου να μη χρεωθώ. Να πάψω να κυνηγάω τη σκιά μου την πανσέληνο.
Να φλερτάρω με την αγρύπνια το λυκαυγές. Να ζωγραφίζω τα αισθάνομαι στο λυκόφως ξεμεθώντας με πιοτό. Την αρμονία να αδράξω. Την αρμονία της αιωνιότητας του δευτερόλεπτου. Με σώσανε χωρίς να με ρωτήσουν. Είπαν πως ήμουν άρρωστη. Και αρρώστησα. Λευκές φιγούρες στο όνομα της προστασίας της ζωής μου είπαν πως χρώματα σ όλα τα σχήματα ύπνο, γαλήνη και ευτυχία έπρεπε να καταπίνω. Μπροστά τους. Το έκαμα. Ο δρόμος μου δεν είχε περιφέρεια. Είχε κέντρο. Μια φυλακή πρώτης κατηγορίας. Ο τάφος μου, ένα δωμάτιο παγωμένο,
με ένα παράθυρο με κάγκελα λευκά. Αρμονικά δεμένο με την ξεπαγιασμένη ψυχή μου. Άνοιξα το παράθυρο και η δροσιά του αγέρα μύριζε άρωμα ροδάκινου.
Τα χάπια έλιωναν τις νιφάδες στη ψυχή και τους κρυστάλλους στο νου. Για λίγες μόνο ώρες. Ζωγράφισα ένα κερί από τη φλόγα του να ζεσταθώ και μια αγριοτριανταφυλλιά σε χρώμα μαβί για να έχει αντίθεση η εικόνα με το φόντο. Πελέκησα τον πόνο μου κούτσουρα, τα άναψα και απ την αρμύρα των δακρύων μου, έκαμα απόσταγμα από ρούμι για να ξεμεθύσω. Αγνάντεψα τους ορίζοντες μου. Και με ταπεινοσύνη και στο όνομα της γνώσης ότι κανείς τα πέρατα της ψυχής μου δεν θα τα εύρισκε του κόσμου όλους τους δρόμους και αν διάβαινε έκλεισα τα μάτια. Και περίμενα. Λευκές φιγούρες με αγωνία. Φυλακισμένη πίσω από κάγκελα λευκά, τα χρώματα σε όλα τα σχήματα των ψευδαισθήσεων. είχαν καθορίσει οι γνώστες οι ειδικοί. Πως ζωντανή χρώματα για να βρω μια χουφτιά χάπια έπρεπε να καταπίνω. Μόνο που τώρα έπρεπε να τα αγοράζω και να τα πληρώνω. Να μου ανοίξουν την ψυχή δεν μπόρεσαν. Μήτε και τους φθόγγους μου να λαλήσω. Και ας ήτανε οι καλύτεροι οι σοφότεροι οι πιο σπουδαγμένοι γητευτές στους παιδεμούς της χαμένης ψυχής και του σαλεμένου λογικού. Με ένα χαμόγελο χρωματισμένο πέρασα τις παιδαγωγικές χαριστικά με «Λίαν καλώς».Με ένα πτυχίο στο χέρι τη καγκελόπορτα διάβηκα. Μια κούκλα αχυρένια. Ένα κορμί με όνομα δανεικό. Μια ψυχή χωρίς αρχές. Μια μαριονέτα που τις μελλούμενες κινήσεις της εγώ θα αποφάσιζα. Φόρεσα τα καλά μου. Πόλεμος και γιορτή, ίσκιος και φωτιά, στοιχειό και αγέρας θα ήταν η κάθε μέρα μου. Ανάσταση διπολική. Είχα μια έγνοια. Ένα λυχνάρι να ανάψω. Φόβο, τρόμο και πόνο να κυοφορήσω. Και να γεννήσω θλίψη. Να γεννήσω θλίψη όποιος τον κωδικό μου παραβίαζε με τρυφερή πειθώ. Την ίδια θλίψη, την ίδια εξαχρείωση,
το ίδιο μαρτυρικό φορτίο που φορούσα στο δωμάτιο με αριθμό 21. Όταν το ταβάνι κατέβαινε ο ουρανός χαμήλωνε και ένα αμόνι με σφυροκοπούσε Και αδυσώπητα συνέθλιβε τα κόκαλα μου. Χωρίς οίκτο. Και ένας άγνωστος φόβος φίμωνε την πνοή μου. Και ένοιωθα θήραμα αχαλίνωτης οργής ενός αγαπημένου θύτη που μ΄ έσερνε με χαλινό στο θυσιαστήριο του.
Του άγνωστου κατόχου της βεντάλιας που άνοιξα κείνο το πρωινό που όρκο είχε κάνει να αλυσοδένει τις γυναίκες.
Τα μαγικά της χάθηκαν. Και εγώ τώρα ψάχνω, .ποιος θέλει από σας να του χαρίσω μια βεντάλια;;;;;

Δημοσίευση στο stixoi.info: 11-12-2006