Μια ξεχωριστή Aνάσταση Δημιουργός: Χρίστος Κ., Χρίστος Κέλλουρας Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [B]Μια ξεχωριστή Aνάσταση[/B]
Τα όμορφα χρόνια κύλησαν, οι έρωτες της εφηβείας σβήσανε και τα ανέμελα μαθητικά χρόνια με τις φωνές και τους καβγάδες, τις ειρωνείες και τους τσακωμούς έγιναν παρελθόν. Μετά από την 3η τάξη του γυμνασίου και με ένα μυαλό κούφιο αφού όλον τον προηγούμενο καιρό τον έζησε στην ανεμελιά, άρχισε την βιοπάλη.
Μέσα στην βιοπάλη χωρίς πατέρα και μάνα είδε τη ζωή κατάμουτρα. Περίμενε κάτι καλύτερο κάτι ποιο εύκολο, κάτι όμορφο, ευχάριστο και ρομαντικό. Περίμενε ένα χέρι φιλικό για να κρατήσει σε μια δύσκολη ώρα, μία στοργική, και τρυφερή στιγμή. Αυτή δεν ήταν η ζωή που ονειρευότανε. Πληγώθηκε πολύ γιατί δεν προετοιμάστηκε να δεχτεί αυτήν την απόρριψη και την εκμετάλλευση από την κοινωνία. Δεν ήταν σε θέση να αποδεχτεί μια προσβλητική παρατήρηση, ένα απάνθρωπο, εγωιστικό και ειρωνικό βλέμμα, μια άδικη και αποτρόπαια μεταχείριση.
Για την κοινωνία χρειαζόταν, έλεγαν οι «έξυπνοι», αφού έπρεπε να ξαγρυπνά την ώρα που οι άλλοι ξεκουράζονταν στα μαλακά τους στρώματα ή στους αναπαυτικούς τους καναπέδες. Έπρεπε να είναι εκεί κατά τους «μορφωμένους», σαν το ελεξηκέραυνο που απορροφά τους κεραυνούς για να μην καταστρέψουν ότι καλό και χρήσιμο βρίσκεται στο σπίτι.
Τώρα ποια το αποφάσισε. Δεν θα εμπιστευθεί πλέον κανένα, και θα αφήσει στην τύχή το αναπάντεχο μέλλον. Έπρεπε όμως να επιβιώσει. Σκληραγώγησε τις αισθήσεις και συνάμα μαλάκωσε την ψυχή. Το δάκρυ δεν μπόρεσε να το αποφύγει επειδή είχε καλή ψυχούλα και το κυριότερο, δεν ήθελε να ανταποδώσει στον κόσμο την κακία που εισέπραξε από αυτόν.
Πέρασαν έτσι μερικά καλοκαίρια και χειμώνες. Τώρα η άνοιξη μπήκε για τα καλά. Σε λίγες μέρες θα αναστηθεί ο Χριστός και η φύση προετοιμάζεται να συμμετάσχει στην ανάσταση. Τα λουλούδια βγάζουν ευωδιαστούς ανθούς και περιμένουν τις κοπέλες να τα μαζέψουν για να στολίσουν τον επιτάφιο. Λίγοι ηλικιωμένοι άρχισαν να προετοιμάζονται για να συμμετάσχουν στην ανάσταση από την πρώτη κιόλας ώρα. Κάποιοι το καθυστέρησαν λίγο, και οι νεαροί έξω από τα νυχτερινά κέντρα να σπρώχνονται για να περάσουν μέσα.
Αγία Δευτέρα εσπέρας. Στην μικρή της γειτονιά άκουσε την καμπάνα της ενοριακής εκκλησίας της Αγίας Ειρήνης να χτυπά και βγήκε στο ξίλενο μπαλκόνι. Πρόσεξε αρκετό κόσμο να μπαίνει στην εκκλησία. Νέους και γέρους, μικρούς και μεγάλους, όμορφους και άσχημους. Σκέφτηκε να πάει ως εκεί και χωρίς να ντυθεί καταλλήλως, πέρασε την πόρτα της μικρής εκκλησίας. Τότε ο υπεύθυνος του ναού την έβγαλε έξω λέγοντας της πώς δεν πρέπει να μπει στον ναό με τέτοια ενδυμασία.
Αφού δεν της επέτρεψαν να περάσει στο ναό βάλθηκε να φύγει.
Καθώς έφευγε είδε κάποιο άγνωστο να πηγαίνει προς στην εκκλησία
Στάθηκε να την κοιτάει και να τον κοιτάει. Μετά αφού την χαιρέτισε με χαμόγελο, την ρώτησε.
-Γιατί στέκεσαι έξω και δεν πάς μέσα.?
Αυτή συνέχισε να τον κοιτάει και άξαφνα του λέει
-Μου είπαν δεν κάνει να περάσω
Αυτός συνέχυσε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια και αφού σκόνταψε στο τελευταίο σκαλοπάτί μπήκε στον ναό παραπατώντας.
Η κοπέλα κάθισε στο καλντερίμι και όταν η ακολουθία του Νυμφίου τελείωσε κάποιοι προσφέρθηκαν δήθεν να την συνοδεύσουν. Δεν τους έδωσε σημασία και παρέμεινε εκεί. Τελευταίος ο Ιερέας την καληνύχτισε και αυτός ειρωνικά. Η αλήθεια ήταν πώς περίμενε να δει τον άγνωστο της, εκείνον που της φέρθηκε κάπως ευγενικά.
Αφού όλοι έφυγαν και ο άγνωστος δεν φάνηκε περπάτησε γύρο από την εκκλησία, και με έκπληξη αλλά και ευχαρίστηση είδε τον άγνωστο να κάθετε στο παγκάκι. Για πρώτη φορά στην ζωή της ντράπηκε που στάθηκε απέναντι από κάποιον άντρα μέσα στην μαύρη νύχτα σχεδόν γυμνή. Χωρίς να του πει τίποτα, αυτός της είπε:
-Μην ντρέπεσαι!
Τότε ξαφνιάστηκε, όχι μόνο επειδή την πρόλαβε αλλά και επειδή δεν είχε ξανακούσει κάτι τέτοιο. Ήταν μαθημένη να το ακούει κάπως διαφορετικά. Δεν ντρέπεσαι?
Η κοπέλα αναστατώθηκε πολύ. Δεν ήξερε ούτε τι να πει ούτε τι να κάνει. Άραγε σκέφτηκε να είναι μία πλάνη, ένα όνειρο από αυτά που μοιάζουν αληθινά και όταν τα ακουμπήσεις χάνονται? Όχι δεν θα κάνω τίποτε, δεν θέλω να χάσω αυτό το όνειρο, σκέφτηκε.
-από πού είσαι? Την ρωτά ο άγνωστος
-δεν ξέρω, απάντησε με απάθεια
Τότε ο άγνωστος σηκώθηκε, την έπιασε από το χέρι και της λέει:
-Πάμε?
Ξεκίνησαν να φεύγουν. Περπάτησαν αρκετά. Αυτή δεν σταμάτησε να τον κοιτάει. Μετά μπήκαν σε ένα αυτοκίνητο. Διένυσαν αρκετόν δρόμο. Δεν τον ρώτησε που την πάει. Μετά από μερικές ώρες δρόμου έφτασαν σε ένα μικρό σπιτάκι. Τριγύρω υπήρχαν ψηλά δέντρα. Ο άντρας κατέβηκε άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και άναψε τα φώτα. Όταν επέστρεψε στο αυτοκίνητο αυτή κοιμόταν. Την σήκωσε στα μπράτσα του και την ξάπλωσε στο κρεβάτι την σκέπασε με την γούνενη πατανία και την άφησε μόνη.
Η ώρα τώρα πήγε μεσάνυχτα. Αν και άνοιξη, το κρύο ήταν αισθητό. Έβαλε νερό στην τσαγιέρα και μερικές ελιές στο πιάτο. Το σπιτάκι έμοιαζε πολύ φτωχικό και απλό. Δεν έφαγε τις ελιές ούτε και το τσάι.
Αποκοιμήθηκε….
Όταν ξύπνησε είδε απέναντι του την κοπέλα με ένα φλιτζάνι γάλα στο χέρι. Την πλησίασε και την αγκάλιασε. Προσπάθησε να της περιγράψει την ζωή της όπως ήταν πριν 10 χρόνια αλλά δεν το κατάφερε. Η ζωή της ήταν διαφορετική από ότι τις περιέγραφε αυτός. Δεν την μάλωσε, της μίλησε για την ζωή του και για τις μέρες εκείνες
-«Αυτές οι μέρες είναι μέρες ελεημοσύνης εγκράτειας και νηστείας, Η νηστεία έχει μεγάλη αξία. Δι' αυτής γαρ Μωυσής γέγονε το κτίστη συνόμιλος, και φωνήν αοράτως εν ταις ακοαίς υπεδέξατο. Η νηστεία γεννά προφήτες κάνει ισχυρότερους τους ισχυρούς, κάνει σοφούς τους νομοθέτες. Και οι Άγιοι τρεις παίδες στην κάμινο του πυρός την καιόμενην κατεπάτησαν την φωτιά χωρίς να τους θίξει ούτε τρίχα από την κεφαλή τους επειδή είχαν οπλιστεί με την νηστεία. Η νηστεία έσβησε δύναμη πυρός έφραξε στόματα λεόντων ενεδυναμώθηκε εν ασθενείας.
Αυτές είναι μέρες εκτενών ιερών ακολουθιών, λατρευτικών συνάξεων και γενικώς πνευματικής περισυλλογής. Αυτές οι μέρες είναι μέρες αγρυπνιών και δακρύων δι εξομολογήσεως ούτος ώστε με καθαρά συνείδηση να εορτάσωμεν ο καθένας μας τις άγιες ημέρες των Παθών και της ανάστασης του Κυρίου προσερχόμενοι εις τα άγια Μυστήρια τα οποία κατά αυτές τις μέρες μας παρέδωσε ο κύριος».
Αυτά της έλεγε και άλλα πολλά. Και κατά την διάρκεια που αυτός μιλούσε αυτή δεν έβγαλε μιλιά.
Αυτός μιλούσε αρκετές ώρες και όταν σταμάτησε τον ρώτησε.
-Μπορώ να πάω απόψε στην εκκλησία?
-Ναι θα πάς. Της απάντησε.
Το γάλα στο φλιτζάνι της τώρα κρύωσε και αυτός της έβαλε ένα άλλο φλιτζάνι με γάλα να ζεσταθεί. Της το πρόσφερε ζεστό-ζεστό. Αυτή αφού τον κοίταξε με απορία άρχισε να κλαίει.
Η ώρα πήγε 6:00 μ.μ. και έπρεπε να προετοιμαστούν για την εκκλησία.
Στο μικρό χωριό κανείς δεν την γνώριζε, αλλά όταν την είδαν στην εκκλησία εντυπωσιάστηκαν από την σεμνότητα την κομψότητα και την ομορφιά της. Μερικοί την προσκάλεσαν σπίτι τους για να την κεράσουν γλυκό από το παραδοσιακό τους.
……………………………
Κυριακή της αναστάσεως. Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρούμενα για να καλέσουν μικρούς και μεγάλους, νέους και γέρους, εργασάμενους και μη εργασάμενους, εγκρατείς και ράθυμους, νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, στο μεγάλο πανηγύρι της Αναστάσεως. Ο κόσμος μαζεμένος έξω από τον Ιερό Ναό περίμενε τον Γερο-Δημήτρη να τους ανοίξει την εκκλησία. Πρώτος το μεγάλο σκαλοπάτι της εκκλησίας το πέρασε ο Γερο-Δημήτρης Νεωκόρος του ναού που βαστούσε το μεγάλο Κλειδί. Μετά από αυτόν οι χωριανοί έκαναν στην άκρη για να περάσει η ξένη του χωριού που περίμενε εκεί ευλαβικά από ώρας. Πρώτη μπήκε και τελευταία έφυγε.
Ένα χρόνο μετά και ενώ γιόρταζε η εκκλησία της παλιάς της γειτονιάς Αγία Ειρήνη, η κοπέλα με ένα μωρό στην αγκαλιά και τον σύζυγο της πέρασε την είσοδο της μικρής εκκλησίας. Αυτή τη φορά κανείς δεν την εμπόδισε αλλά και κανένας δεν την ειρωνεύτηκε.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 20-02-2007 | |