Λησμονιά

Δημιουργός: Venceremos

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ανυπόταχτες οι λύπες.
Αέρας ετοιμοθάνατος τις σαγηνεύει,
κανένα φως δεν τις βατεύει.
Άδεια τα χέρια τους, νάρκη η κόψη τους
κι είπες…

Να μη μ’ αφήσεις, είπες, σε γυμνή ξενιτιά.
Να θυμηθώ, δε μού ‘πες, να ξεχάσω
τις στέρφες λέξεις σου,
του ατέρμονου έξεις σου.
Αν σε χάσω,
να κοιμάμαι μ’ ένα φως αναμμένο τις νύχτες συντροφιά,

ριζωμένο,
δικό σου.

Ατελέσφοροι έρωτες.
Χαραμάδες γεμίσαν μ’ αστέρια,
με παρέσυραν στου χάους τα χέρια
και θηλιά κρεμαστήκαν στη νιότη μου.
Κι είπες…

Το Νότο να φυλώ στα μάτια μου.
Σταυρό να καρφωθώ κατάχαμα, μου το πες,
στο έλεος του τίποτα, το είπες, θα βρεθώ.
Για να συχωρεθώ.
Να μη λυγίσω.
Σαν το κερί, αέναη σωτηρία μου, δε μου ‘πες

δε θα σωθώ.
Γιατί δε μού ‘πες;

Να σβήσω λέω.
Στ’ ανάθεμα να παραδώσω ό,τι ξέχασες.
Το έλεος μιας όστριας μισητής να ικετέψω.
Σε μεσόγεια βάθη να με καταπιεί η μανία της.
Να ξεβραστώ στου Κέρβερου το υπόγειο.
Τα ναύλα μου να τα κερδίσω πρόστυχα

Ποτέ δε μου ‘πες…

Αν λησμονήσω να ξυπνήσω το πρωί,
θα ‘ναι τα λόγια που δεν άκουσα
κι η τρίλιζα που για ένα «αχ» ποτέ δεν τέλειωσε.
Πρόταση ασύνταχτη,
στου έρωτα δεν εξισώθηκε το αξίωμα.
Ρήμα που σακατεύτηκε ως… μη ειπωμένο.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-03-2007