Καούρα, μανούρα, πατσά Δημιουργός: eteromilisios Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Τι τό ‘θελα κι ήπια νηστικός
και τώρα έχω καούρα,
σαν να μην έφτανε αυτό
μυρίζουν και τα ούρα,
η μάνα μου κατάλαβε
και μού ‘κανε μανούρα
«Μανα μ’! Ήταν ωραία η βραδιά
είχε και μπουκαδούρα,
είχε και γκόμενες πολλές
μα ούτε μια σαβούρα!»
Μα μια ξανθή ξεχώριζε,
του έρωτα σημαδούρα,
και στο ημίφως έμοιαζε
ίδια η Τάρια Μπούρα,
μα όταν την είδα το πρωί
ήτανε πατσαβούρα.
Ήπια διπλό ελληνικό
με δυο Cohiba πούρα,
και τον καθρέφτη αγνάντεψα
τράβηξα μία τζούρα:
Ήτανε βραχυχρόνια
και της στιγμής καψούρα,
μην τυραννιέσαι σκέφτηκα
για μια παλιοχαμούρα,
φάε πατσά για πρωινό
κι ας οξυνθεί η καούρα.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-02-2008 | |