Η Μάνα

Δημιουργός: ΕΛΠΗΝΟΡΑΣ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

H MANA

Το πρώτο,με αποβολή.
Το δεύτερο,στη γέννα.
Απο τα τρία της παιδιά,
επέζησε το ένα.

Με κόπο το μεγάλωσε,
[τον άντρα,είχε χάσει].
και,κάθε μέρα,άναβε κερί,
για το Θανάση.

Μπαρκάρισε,από μικρός,
σ'ένα παλιό γκαζάδικο.
- Να φτύνεις αίμα,για να ζώ,
είναι,της είπε, άδικο.

Κάποιο πρωί,εξύπνησε,
με ένα άδειο μνήμα.
Το γιό σου,της εμήνυσαν,
τον έθαψε το κύμα.

Δε μίλησε! Δε δάκρυσε!
Είχανε,να το λένε.
Λες,κι είναι,κάτι λογικό,
τ'αγάλματα,να κλαίνε.
--------------
Οταν, θα ρθεί,το δειλινό,
κάποια,με βλέμα αδειανό,
πετροβολά,το κύμα.
Αν της μιλήσουν,δε μιλεί.
Κοίτα,[λεν άλλοι] την τρελή,
και [ άλλοι ].. λένε,.. κρίμα.
------------------
Ενας μικρός,τη ρώτησε,
γιατί ,τις πέτρες,ρίχνει,
κι εκείνη,με το δάχτυλο,
μέσα,βαθιά,του δείχνει.

-Μμαμπαά..Ακούει την κραυγή,
τρέχει,..πού να προφθάσει...
Πήγε ν'ανάψει το κερί,
στον τάφο του Θανάση.
-------------------
-Γιατί? Ρωτούσε,το μικρό,
και,του σφιγγε το χέρι.
-Ητανε,...έν' ατύχημα,..
θα σκόνταψε,..ποιός ξέρει.





Δημοσίευση στο stixoi.info: 15-02-2008