Τα οχυρά μας/έκλεβες φωτιά/το λαχείο

Δημιουργός: dragoste, Τσιλιβαράκος Νικόλας

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Τα οχυρά μας

Να μπερδεύω το τέλος μ' αρχή,
και να μένω στην άκρη του δρόμου,
ν' αναπνέω για μια στιγμή,
να επιστρέφω ξανά στ' όνειρό μου.

Ίσως κάναμε λάθος κι οι δυό,
που αφήσαμέ τα οχυρά μας,
ίσως δώσαμε τ' άλλο μισό,
σ' ένα δρόμο που κλείνει μπροστά μας.

Να μοιράζομαι ένα ποτό,
να καπνίζω απ' το ίδιο τσιγάρο,
ξέρω αύριο δεν θα' σαι εδώ,
σαν πνοή το καπνό σου ζητάω.

Ίσως κάναμε λάθος κι οι δυό,
που αφήσαμε τα οχυρά μας,
ίσως δώσαμε τ' άλλο μισό,
σ' ένα δρόμο που κλείνει μπροστά μας.


Έκλεβες φωτιά

Κλείνω το τηλέφωνο στα βιαστικά,
κάνω πέντε βήματα πάλι στα δειλά,
ήρθε η ώρα πια να σου το πω,
πως η πόρτα κλείνει, είσαι παρελθόν.

Μέτρησα τις νύχτες, έλειπες εσύ,
πόσες άδειες μέρες ζούσα το πρωί,
ήθελα τσιγάρα, έκλεβες φωτιά,
κάηκαν τα χρόνια κι έμειναν μισά.

Έψαχνα στο σπίτι κάτι για να βρω,
να το αγκαλιάσω και να κρατηθώ,
μια φωτογραφία σου παλιά κοιτώ,
είχα γράψει πίσω οτι σ' αγαπώ.

Μέτρησα τις νύχτες, έλειπες εσύ,
πόσες άδειες μέρες ζούσα το πρωί.
ήθελα τσιγάρα, έκλεβες φωτιά,
κάηκαν τα χρόνια κι έμειναν μισά.

Το λαχείο
Αφού τα μάτια μου δεν κλείνουν μες τη νύχτα,
την πλάτη σου γυρνάς χωρίς το καληνύχτα,
αφού οι δρόμοι μας δεν είναι διπλανοί,
άδεια τα σπίτια κι η ζωή μας σκοτεινή.

Όταν σε πρωτογνώρισα, σε είδα σαν λαχείο,
η τύχη χαμογέλασε και η καρδιά είχε κρύο,
μα πέρασαν τα χρόνια μας, έσβησαν οι στιγμές,
πλούτη που τα σκορπίσαμε στα ίσως και στα φταίς.

Αφού μιλάω σε' σένανε κι' απάντηση δεν πάιρνω,
ανάσες που σκορπίσανε και πια δεν ανασαίνω,
αφού ο καθρέφτης ράγισε σε δύο πια κομμάτια,
σε άμμο χτίσαμε μαζί αγάπης μας παλάτια.

Όταν σε πρωτογνώρισα σε είδα σαν λαχείο,
η τύχη χαμογέλασε και η καρδιά είχε κρύο,
μα πέρασαν τα χρόνια μας, έσβησαν οι στιγμές,
πλούτη που τα σκορπίσαμε στα ίσως και στα φταις.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 19-02-2008