ξημερωματα... λιγο ακομα

Δημιουργός: φεγγαροφως, Ελεαννα

μπαινοντας στην τελικη ευθεια καταλαβαινω οτι στην τελικη ο φοβος ειναι ο μονος που διασκεδαζει στο κοινο...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ξημερώματα, τα βήματα του άφηναν ίχνη στην κρύα άμμο. Περπατούσε για ώρα, που και που σταματούσε και κοιτούσε το τοπίο, όλος ο τόπος αναμνήσεις, όλος ο τόπος γεμάτος πόνο από το άδικο και το αστέριωτο. Ξυπόλυτος ένιωθε το νερό της θάλασσας να τον γαργαλάει, κρύο νερό, τον προσκαλούσε για να βυθιστεί, όχι στις σκέψεις, αλλά στην ηρεμία, στην γαλήνη. Χαρτιά Α4 τυλιγμένα ρολό στην τσέπη του παντελονιού του, τα μαλλιά του τώρα άρχιζαν να μακραίνουν, περίπου έως την αρχή του λαιμού του. Το πουκάμισο ελαφρύ, ανοιξιάτικο, έδενε το σώμα του νεαρού, τζιν φορούσε…
Συνέχισε να προσωρά χωρίς κάποιο προορισμό και ένιωσε σαν αποξενωμένο παιδί του πρώην νυχτερινού τοπίου. Όταν έφτασε στον σπίτι του, άνοιξε την πόρτα και άφησε τα κλειδιά στο κοντινό καναπέ. Ξάπλωσε δίπλα στην επίγεια όαση που κοιμόταν, άκρως νωχελικά στο κρεβάτι. Σαν να μην είχε φύγει όλο το βράδυ. Η ηλικία του, θα ήταν γύρω στα 20, όλα θυμίζουν επαναστάτη. Η φωνή της κοπέλας, τον ταράζει. Δεν του κάνει σκηνή ζηλοτυπίας, τον έχει μάθει πια! Σηκώνεται και απλά πάει να φτιάξει καφέ. Τι την κρατάει εκεί δεν ξέρει πια ούτε η ίδια. Πάντα η ίδια συστηματική περίεργη συμπεριφορά, μυστικοπάθεια και ανασφάλεια σε όλο του το μεγαλείο. Δεν παραξενευόταν πια, είχε συνηθίσει την συμπεριφορά της ανώτατης αυτής συγγραφικής του, μεγαλειότητας! Ακατέργαστο πνεύμα, μούσα του η Ηρώ, ωραία κοπέλα, μεσογειακών χαρακτηριστικών και κυρίως ατέλειωτης ομορφιάς. Καστανά μαλλιά έως στην μέση και ψηλή κοπέλα, καστανά στο χρώμα του πικραμύγδαλου τα μάτια της και το δέρμα της ξανθωπό! Τους έδενε ένας νεανικός έρωτας, τους χώριζε ο φόβος για το άγνωστο, ειλικρινά ο φόβος για το ανώφελο λάθος του έρωτα τους τάραζε τον ύπνο της «αγάπης» τους. Ο Άρης όμως δεν έκανε καν τον κόπο να εξηγήσει, απλά την πήρε αγκαλιά και την φίλησε στο μέτωπο. Κάθισαν στο μικρό ξύλινο τραπέζι και ήπιαν τον πολυπόθητο καφέ, μπας και θυμηθούν κάτι από τι είχαν γνωρίσει τόσο καιρό μαζί…
Οι λέξεις δεν είχαν σκοπό να υπάρξουν, δεν είχαν λόγω να ειπωθούν, μια πρόκληση χρειαζόταν για να ειπωθεί κάτι έστω για να γίνει κάτι και να δείξουν την ζωντάνια τους. Από την μεριά της ένα άγγιγμα στο χέρι, από την μεριά του ένα φιλί στο μάγουλο. Το cd player έπαιξε της Γαλάνη το queerer, ο ήχος του ταγκό, σαν να ανέστησε ένα μέρος του έρωτα τους, σηκώθηκαν όρθιοι και άρχισαν να χορεύουν, και ας φορούσαν ρούχα απλά, δεν χρειαζόταν να φοράνε κάτι ιδιαίτερο, η ερωτική διάθεση ανέβηκε στα ύψη σαν να βρήκαν νόημα, το γέλιο της Ηρώς σε συνδυασμό με την γλυκιά έκφραση του Άρη, δεν άφησε ενδεχόμενα για να υπάρχουν ακόμα μικρές παρεξηγήσεις. Ένα φιλί στο τέλος του τραγουδιού και μια αγκαλιά όπως παλιά ήταν αρκετά για να προσελκύσουν την οποιαδήποτε έμπνευση στα καλλιτεχνικά τους πνεύματα… Η Ηρώ φόρεσε το καθημερινό της κόκκινο φουστάνι και έκανε τις καθημερινές της δουλειές, ανέβηκε πάνω στο δωματιάκι της και άνοιξε το πικάπ, στο συγκεκριμένο τραγούδι όπως κάθε μέρα…iris…μάζεψε τα μαλλιά της με ένα μολύβι και άνοιξε να δει που είχε μείνει στο πρόγραμμά της. Το τελευταίο άλμπουμ που είχε φτιάξει, ζωγραφίσει ήταν πριν ένα χρόνο, φωτογραφίες, κολλάζ, πίνακες, ζωγραφική. Χρώματα, σκούρα ή ανοιχτά, έδιναν γοητεία στα πρόσωπα… O Άρης πάλι, κάθισε στο ίδιο ξύλινο τραπέζι και άρχισε να γράφει ασταμάτητα λέξεις, οι οποίες γρήγορα μετατρέπονταν σε φράσεις…O Καφές της κούπας άρχισε σιγά-σιγά να χάνεται από τα μάτια του και παρόλο που έξω είχε ήλιο, μέσα στο σπίτι κατοικούσε μια δροσιά καλοκαιρινής νύκτας, σηκώθηκε από την καρέκλα του και ανέβηκε τις σκάλες. Άνοιξε απότομα την πόρτα, η Ηρώ ξαφνιάστηκε, αυτή είναι η αλήθεια, τον κοίταξε, και χαμογέλασε. Το ύφος της νοσταλγικό, ερωτικό αλλά παράλληλα άκρως λυπητερό. Στάθηκε, στην πόρτα, χωρίς να κάνει ένα βήμα παραπάνω. Την παρατηρούσε, παρατηρούσε πως το φόρεμα έπεφτε στους ώμους, πως μερικά τσουλούφια από τα μαλλιά της, χάιδευαν την βάση του λαιμού της, σε κάθε αεράκι. Άθελα του θυμήθηκε την προηγούμενη νύχτα, που το φόρεμα, δεν έπεφτε στους ώμους της, αλλά στο πάτωμα με μια απλή του κίνηση, με ένα άγγιγμα των χεριών του, που δεν ήταν τα τσουλούφια που χάιδευαν το λαιμό της, αλλά τα χείλη του. Τα μαλλιά της δεν ήταν μαζεμένα, ήταν ελεύθερα να κινούνται, όπως κάθε βράδυ. Δεν στεκόταν αυτός μόνο ακίνητος, όπως τώρα, αλλά και η μούσα του, γυμνή, χωρίς κάτι ιδιαίτερο στην θωριά της, θύμιζε πίνακες αναγεννησιακούς, ήταν σαν τον πίνακα της Αφροδίτης που γεννιέται από το κοχύλι, γνωστός πίνακας του αναγεννησιακού ζωγράφου Μποτιτσέλι! Για τον Άρη η Ηρώ ήταν η δικιά του Αφροδίτη, η θεά της ομορφιάς, της δελεαστικής ομορφιάς και φυσικά του έρωτα. Δεν άντεξε στον πειρασμό, αφέθηκε στην μαγεία της χθεσινής νύχτας, ένιωσε όλες τις αισθήσεις του να αναζωογονούνται, να θυμούνται κάθε μικρή, απλή, υπέροχη στιγμή που έζησε το προηγούμενο βράδυ… Η Ηρώ τον πλησίασε, το άγγιγμά της τον ξύπνησε, το φιλί της, τον έσυρε στα προηγούμενα λημέρια του μυαλού του. Δεν μπορούσε να σταματήσει να την κοιτάζει, για άλλη μια φορά δέχθηκε τον όρο του δέσμιου του έρωτα. Την κρατούσε στα χέρια του, την είχε αγκαλιά και δεν είχε πιστέψει ότι μετά από τόσα χρόνια ακόμα και τώρα, θα μπορούσε να θυμηθεί, να νιώσει εκείνο το συναίσθημα, που είχε ήδη γνωρίσει, στην πρώτη τους φορά.
[I]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 20-06-2008