Τ' Αγιού Φτυχιού

Δημιουργός: ftx, Ευτύχης Χαιρετάκης

κατάδικό μου... άντε, και του Μπάμπη, για χάρη τση κρεβατίνας... και μην πει κανείς καμμιά μαλακία για τα σύκα, ε

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Στ' Αγιού Φτυχιού την εορτή, 'κοστέσσερεις τ' Αυγούστου,
πήρεν ο λάλος μια χαρά, ξεφτέρωσεν ο νους του.
  Τόσα παιδιά, τόσοι εδικοί, κόρες και γιοι κι εγγόνια,
  το σπίτι δεν εγνώρισε πίσω σαράντα χρόνια.
Το θέλησ' όμως ο Θεός να φτάξει τούτη η γιώρα
κι ούλοι συναπαντήξανε μ' ευκές, φιλιά και δώρα.
  Με τα σφιχταγκαλιάσματα και με τσ' αναστορήσεις,
  με το κρασί του πιθαριού και το νερό τση βρύσης.

[I]Ώρα καλή κι ώρα χρουσή, ώρα του μαλαμάτου,
γονιός όντε ξαναθωρεί στο σπίτι τα παιδιά ντου.[/I]



  Η λάλη πάει στο μαγερειό, κι οι θυγατέρες πάνε,
  το πυρομάχι στένουνε, να θιάξουνε να φάνε.
Τ' αλεύρι κνισαρίσανε, κι ανοίξανε τα φύλλα,
και μπέψαν τσι μικρότερους να φέρουνε τα ξύλα.
  Κι εσφάξαν τσ' όρθες τσι παχιές, και δώκανε το ρύζι
  στην πιο μεγάλην εγγονή να πάει να καθαρίζει.
Άλλος κορφολογά τσαμπιά απού την κρεβατίνα,
κι ένα γκοπέλι κουβαλεί νερό με τη λαήνα.
  Κι ο γέρο-Φτύχης ευτυχής, τ' αγώι ντου σαμαρώνει
  παίρνει και το μιτσό Φτυχιό, πού 'χε να καμαρώνει.
Να παν να βρουν να κόψουνε τα φρούτα τα ωρμασμένα,
και ν' ακλουθήξουν του ργυακιού, να φτάσουνε στη στέρνα.
  Να παν ν' αλλάξουν το νερό, στον κήπο, στο χωράφι,
  τα καλιτσούνια ως να ψηστούν και γίνει το πιλάφι.

[I]Ώρα καλή κι ώρα χρουσή, ώρα του νοικοκύρη,
μες τσι χαρές και στα φαγιά, να γίνει πανηγύρι.[/I]



  Και το πιλάφι εγίνηκε, κι εστρώθη το τραπέζι,
  κι ο γιεις τον άλλο συντηρά, γελά και περιπαίζει.
Μα μέναν άδειες δυο καθιές, κι ανήμεναν ακόμα,
με το πηρούνι μια μπουκιά να βάλουνε στο στόμα.
  Μα όντεν εφάνη ο γέροντας, σιωπές και βουβαμάρες,
  απού το κάθε αμμάτι ντου τρέχανε κουτσουνάρες.
«Φτύχαινα τό 'να 'γγόνι σου, στράφου πώς σού το φέρνω,
με τσαφουνιές και μ' αίματα, και το λαιμό σπασμένο.
  Είπα ντου και ξανάπα ντου, μα κείνο δεν με γρίκα,
  κι ανέβη στο κακό δεντρό, να φτάξει κι άλλα σύκα.
Και βγήκε στο ψηλό γκλαδί, μα το κλαδί ετσακίσθη,
κι ως να προλάβω να το δω, έπεσε κι εγκρεμίσθη.»
  Γιάντα Χριστέ φιλεύσπλαχνε, γιάντα καλέ μας Άγιε,
  στα χέρια εβάστα το παιδί, μα κείνο δεν ελάλιε.

[I]Ώρα κακή κι ώρα στραβή, ώρα καταραμένη,
που ο Χάρος χάρη δε νογά, μήδε καταλαβαίνει.[/I]




λεξικό έλεγα να μη βάλω, αλλά πάει στο διάολο:

λάλος, λάλη = παππούς, γιαγιά
εδικοί = φίλοι, συγγενείς
φτάξει = φτάσει
γιώρα = ώρα
ξεφτέρωσεν = έβγαλε φτερά
όντε = όταν
πυρομάχι = κουζίνα (χωρίς μάτια ούτε φούρνο)
θιάξουνε = φτιάξουνε
κνισαρίσουνε = κρησαρίσουνε, κοσκινίσουνε
όρθες = όρνιθες, κότες
κορφολογά = διαλέγει
απού = από
κρεβατίνα = κληματαριά
λαήνα = λαγήνι, κανάτα
αγώι = γαϊδούρι, άλογο
μιτσό = μικρό
ωρμασμένα = ώριμα
ακλουθήξουν = ακολουθήσουν
γιεις = εις, ένας
συντηρά = κοιτάζει
περιπαίζει = κοροϊδεύει
καθιές = θέσεις, καθίσματα
αμμάτι = μάτι
κουτσουνάρες = αυλάκια, υδροροές
στράφου = κοίταξε
τσαφουνιές = γρατζουνιές, χαρακιές
γρίκα = άκουγε
βγήκε = ανέβηκε
νογά = εννοεί, καταλαβαίνει

Δημοσίευση στο stixoi.info: 24-08-2008