Η σιγανοπαπαδιά

Δημιουργός: jenny

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Η ΣΙΓΑΝΟΠΑΠΑΔΙΑ

ΕΥΓΕΝΙΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

Την γνώρισε όταν ήταν φαντάρος. Στην Αλεξανδρούπολη. Αυτός ντροπαλός και συνεσταλμένος. Γιός μίας φτωχής αγροτικής οικογένειας. Από την Θήβα. Αυτή ,γόνος πολιτικών προσφύγων από την Ρουμανία. Που επαναπατρίστηκαν. Το 1979 .Όμορφη .Με μάτια που έβαζαν σε πειρασμό και τον Χριστό. Σε δύο μήνες βάλανε βέρες. Μόλις τελείωσε με την θητεία του το πήρε απόφαση. Να μείνει να νοικοκυρευτεί. Έγινε οικογενειακό συμβούλιο. Η απόφαση πάρθηκε .Παμψηφεί. Τα παιδιά θα ανοίγανε από ένα μαγαζί. Για να προκόψουνε. Αυτή γυαλικών και πλαστικών. Ειδών .Αυτός ,καθότι άντρας , άνοιξε σουβλατζίδικο. Κοντά στο ΚΤΕΛ. Διπλές βάρδιες κοντά στην σούβλα και την πυρακτωμένη .Λαμαρίνα. Τα πεθερικά εγκαταστάθηκαν σε απόσταση αναπνοής. Από το σουβλατζίδικο.
Περάσανε τα χρόνια. Άσπρισαν τα μαλλιά του. Και τα δικά της αλλά κανείς δεν το παρατήρησε επειδή .. τα έβαφε. Πρώτη στα λούσα και στις βόλτες. Του έκανε και δύο κόρες. Όμορφες και δουλευταρούδες. Του μοιάσανε. Μία παντρεύτηκε .Η άλλη έφυγε για την Αθήνα. Για καλύτερη τύχη. Ανεξάρτητες ,πλέον οικονομικά, είχανε μία καλή ζωή. Έξω από τον προβληματισμό. Των γονέων.
Η σύζυγος δεν τα κατάφερε με το κατάστημα .Γυαλικών και πλαστικών. Φαλίρισε. Έτσι όλη η οικογένεια στηρίζονταν .Στο σουβλατζίδικο. Που πήγαινε πολύ καλά. Βοηθούσε πολύ και ο πεθερός. Ήξερε από κρέατα. Τα διάλεγε σωστά. Η πεθερά δεν μπορούσε επειδή ήταν ανάπηρη. Κρατούσε ,κάπου κάπου το ταμείο. Η γλώσσα της όμως ροδάνι. Δεν άφηνε τίποτα .Να πέσει κάτω. Χωρίς να το σχολιάσει. Μαύρη του έκανε την ζωή. Κοινώς τον έπρηζε. Από το πρωί μέχρι το βράδυ με ένα μικρό διάλειμμα. Για την ίδια. Πήγαινε το μεσημεράκι να πάρει ένα υπνάκο. Και μετά γύριζε πίσω. Στο καθήκον. Της. Η σύζυγος έκανε τις βόλτες της. Άφηνε την μανούλα της ,την καλή να ελέγξει .Τι κάνει ο προκομμένος. Μάνα και θυγατέρα είχανε κάνει κόμμα. Ακόμα και ο πεθερός. Θεωρήθηκε αναξιόπιστος. Μάρτυρας. Δεν είχε δικαίωμα . Ψήφου. Επειδή δικαιολογούσε τον γαμπρό. Τον βοηθούσε .¨Του έκανε πλάτες και στραβά μάτια. Όταν τολμούσε να κεράσει κάποια φιλαράκια. του. Δεν το έκανε συχνά ο άμοιρος και μάλιστα πάντα στα κρυφά. Αλλά η πεθερά είχε τους σπιούνους. Της. Όλα τα μάθαινε και μετά του τα έσερνε. Τον μάλωνε μπροστά στον κόσμο ότι μπεκροπίνει. Και σπαταλάει. Τα λεφτά που έβγαζε με τον ιδρώτα .Του.
Δουλειά από το πρωί μέχρι τα άγρια μεσάνυχτα. Που έκλεινε το ΚΤΕΛ. Μέχρι μία ημέρα που…εξαφανίστηκε. Χάθηκε από την πόλη. Το έσκασε. Άφησε και γράμμα. Αποχαιρετιστήριο. Να μην τον ενοχλήσει ποτέ .Και να μην προσπαθήσει. Να τον βρει ξανά .Σε ένα μήνα ήρθε και το χαρτί. Διαζυγίου. Αυτή προσπάθησε να τηλεφωνήσει .Στο χωρίο του .¨Έξω από την Θήβα. Της μήνυσε .Να μην το τολμήσει. Να μην διανοηθεί .Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να μονιάσουνε. Η σύζυγος ενοχλήθηκε πάρα πολύ αλλά το βούλωσε. Αυτή που χτυπιέται πάρα πολύ είναι η πεθερά. Όπου σταθεί και όπου βρεθεί. Τον βρίζει αλλά μάταια. Έφυγε το πουλάκι.!


Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-09-2008