το μαύρο ρουφάει χρώματα

Δημιουργός: χάρης ο κύπριος, χάρης

είναι τέχνη να βλέπεις πίσω από ότι αστράφτει...από ότι μαυρίζει...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

το μαύρο ρουφάει χρώματα

Διάλεξε μου είπε ο θεός, όποια γυναίκα θέλεις.
Και άπλωσε μπροστά μου εκατομμύρια θηλυκά.
Τις έφαγα όλες καλά με τα μάτια μου.
Τα πολύχρωμα παγόνια ξεχώρισα και ο θεός χαμογέλασε.
Δεν κάνουνε αυτές για σένα.
Αυτή να πάρεις, αυτή με τα μαύρα.
Καλά είπα μέσα μου, ο Κύριος κάνει μεσάνυχτα.
Επιμένω θεέ, προτιμάω τις φανταχτερές.
Ελεύθερα μου είπε, θα περιμένω.
Σε καμιά εικοσαριά χρόνια τις ξεπέταξα όλες.
Κάθε φορά όμως που προσπερνούσα την επιδερμίδα
και ήθελα να μπω και στο χώρο της καρδιάς τους,
όλα θύμιζαν νεκροταφείο, μαυρίλα, καταχνιά, πυκνό σκοτάδι.
Με πέταξαν όλες μέσα στον άδη να βόσκω χοίρους με το χάρο .
Και να τρώω τα ξυλο-κέρατά μου ο κερατάς.
Με έπιασαν τα κλάματα.
Θυμήθηκα το θεό μου.
Θα πάω πίσω και θα του πώ ότι ήμουνα βλάκας.
Δε γίνεται, θα καταλάβει.
Καθώς επέστρεφα ο άσωτος υιός στον πατέρα,
έτοιμος να πέσω στα γόνατα,
με είδε από μακριά και έτρεξε να με προλάβει προτού σωριαστώ.
Πατέρα ξέρεις...
Σκάσε μικρέ, μου είπε και με αγκάλιασε σφιχτά ο γέρος.
Ελα να σου γνωρίσω μια ψυχή, μου είπε και μου έκλεισε το μάτι.
Με πήρε στο σπίτι και γλεντήσαμε.
Δεν έσφαξε τον μόσχον τον σιτευτόν
αλλά τον κόκορα τον βατοπετεινόν.
Κάλεσε και ορχήστρα με μπουζούκια.
Έλα να χορέψεις την κυρία μικρέ, μου είπε ο θεός.
Κοιτάζω και βλέπω τη γυναίκα με τα μαύρα που κάποτε έφτυσα.
Πως σε λένε κυρία μου, τη ρώτησα.
Ευδοκία μου είπε και χορέψαμε ένα ζεϊμπέκικο.
Το γλέντι κράτησε μέρες.
Ο μεγάλος μου αδελφός δεν κάθησε μαζί μας.
Και όπως έμαθα αργότερα τη γούσταρε χρόνια αλλά ο γέρος
του έλεγε ότι δεν ήταν για τα δόντια του.
Κάποτε έπρεπε να φύγει η κυρία.
Προσφέρθηκα να την πάω στο σπίτι της.
Στη διαδρομή με γλυκοκοιτούσε μέσα στα μαύρα της.
Της άνοιξα την πόρτα να κατέβει σαν ιππότης της στρογγυλής τραπέζης
και με κάλεσε για ένα τελευταίο ποτό.
Την ώρα που ενώθηκαν οι επιδερμίδες φοβήθηκα.
Θα τη φιλήσω είπα και ο θεός, ο γέρος, ο πατέρας βοηθός.
Έκλεισα τα μάτια μου για να μην αντικρύσω πάλι τον άδη.
Ώ του θαύματος...
Όταν δειλά δειλά τα άνοιξα,
είδα τα χείλη μου ακόμα κολλημένα πάνω στα δικά της
και όλα τα χρώματα να λαμποκοπάνε μέσα στην καρδιά της
αντιφεγγίζοντας τη χρωματική πανδαισία και στη δική μου.
Το ξημέρωμα μας βρήκε αγκαλιά μέσα σε ένα μαύρο σεντόνι.
Χτύπησε το κινητό μου.
Ήταν ο γέρος .
Μικρέ, μου είπε,
είδες ότι το μαύρο ρουφάει μέσα του όλα τα χρώματα;

Δημοσίευση στο stixoi.info: 26-10-2008