Οι επτά οίκοι της ζωής

Δημιουργός: TomMan, Θανάσης Μάνεσης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[I]Ένα πρωί αποφάνθηκα,[/I] αφού θα σιργιανίσω
σε κάποιον οίκο της ζωής να πάω να κατοικήσω.
[I]Το δρόμο πήρα για εκεί, που είν’ όλοι χτισμένοι
κι απ’ ανθρώπους σαν και με, είναι κατοικημένοι.[/I]

[I]Στον πρώτο οίκο έφθασα, μπαίνω συγκρατημένος,
τον άρχοντά του αντίκρισα στα μαύρα να ‘ν ντυμένος.
Κι ολούθε γύρω άνθρωποι που ήταν πάντα μόνοι,
το μόνο που κατάλαβα, πως κάτι τους πληγώνει…[/I]

Θωρώ μυριάδες,[I] σκέφτηκα[/I]. Εδώ να απογίνω,
[I]κι αμέσως τον ερώτησα,[/I]
-Τι πρέπει για να μείνω;

-Αγάπα έναν άνθρωπο και άσ’ τον να «δουλέψει»
και σύντομα θα αντιληφθείς, σε μένα θα σε πέψει.

- Απ’ ότι βλέπω άρχοντα ποτέ δε μένεις μόνος!
[I]Το όνομά του τον ρωτώ, μου απαντάει…[/I]
- ΠΟΝΟΣ.

[I]Μα πάλι όταν το σκέφτηκα, [/I]Νωρίς να ξαποστάσω,
το δρόμο τούτο ακολουθώ και κάπου εγώ θα φτάσω.

***

[I]Στον δεύτερο όταν έφτασα βλέπω κυρά ωραία,
σκήπτρο κρατά στα χέρια της, μου φάνταξε μοιραία.
Κι γύρω λίγοι άνθρωποι δουλεύαν πάντα μόνοι,
το μόνο που κατάλαβα, κανείς δεν τους πληρώνει…[/I]

Εδώ δε θα ’ναι δύσκολο νομίζω για να μείνω…
- Γιατί κρατάς το σκήπτρο σου,
πες μου για να απογίνω;

- Γι’ κείνους που παραστρατούν και σύντομα ενδίδουν,
και σ’ άλλους πάνε και μιλούν και μένανε προδίδουν.

- Απ’ ότι βλέπω εγώ κυρά, πολλοί σ’ έχουν προδώσει!
[I]Το όνομά της τη ρωτώ, μου απαντάει…[/I]
- ΓΝΩΣΗ.

[I]Μα πάλι όταν το σκέφτηκα,[/I] Νωρίς να ξαποστάσω,
το δρόμο τούτο ακολουθώ και κάπου εγώ θα φτάσω.

***

[I]Τον τρίτο οίκο υπηρετεί άντρας καλοντυμένος,
φορά χρυσά στο στήθος του, μου φάνηκε οργισμένος.
Κι ολούθε γύρω άνθρωποι που είχανε ασχήμια,
το μόνο που κατάλαβα, πως ζούσαν σε συντρίμμια…[/I]

Θωρώ μυριάδες, [I]σκέφτηκα. [/I]Εδώ να απογίνω,
[I]κι αμέσως τον ερώτησα,[/I]
- Τι πρέπει για να μείνω;

- Δείξε μου έναν απ’ αυτούς και ότι έχει θα το χάσει,
μόνο εσύ να το χαρείς, όταν αυτός «σχολάσει».

- Απ’ ότι βλέπω κύριε, ποτέ δε μένεις μόνος!
[I]Το όνομά του τον ρωτώ, μου απαντάει…[/I]
- ΦΘΟΝΟΣ.

[I]Μα πάλι όταν το σκέφτηκα, [/I]Νωρίς να ξαποστάσω,
το δρόμο τούτο ακολουθώ και κάπου εγώ θα φτάσω.

***

[I]Στον τέταρτο όταν έφτασα ξεχνάω κάθε έννοια,
γυμνή γυναίκα, έμορφη, με στήθια αγαλματένια.
Κι ολούθε γύρω άνθρωποι γλεντούσανε σε μέθη,
το μόνο που κατάλαβα, πως έρπονταν στα πένθη.[/I]

[I]Αλήθεια επλανεύτηκα, [/I]θέλω και ’γω να πίνω
[I]κι αμέσως την ερώτησα,[/I]
- Τι πρέπει για να μείνω;

- Εγώ θα σε καλοδεχτώ μα πρέπει να πληρώσεις,
τι έχεις σε μένα άμοιρε, αμέσως για να δώσεις;

- Όλα τ’ αφήνω έμορφη εδώ στη δούλεψή σου,
[I] κι εκείνη μ’ αποκρίνεται, [/I]
- Μονάχα τη ψυχή σου…

- Απ’ ότι βλέπω κούκλα μου, να φύγω είναι κρίμα!
[I]Το όνομά της τη ρωτώ, μου απαντάει…[/I]
- ΧΡΗΜΑ.

[I]Μα πάλι όταν το σκέφτηκα, [/I]Νωρίς να ξαποστάσω,
το δρόμο τούτο ακολουθώ και κάπου εγώ θα φτάσω.

***

[I]Τον πέμπτο οίκο κυβερνά, παιδί καλοθρεμμένο,
μεγάλων ρούχα φόραγε, φερόταν σα χαμένο.
Κι ολούθε γύρω άνθρωποι, χωρίς να φέρουν μάτια,
το μόνο που κατάλαβα, πως μέτραγαν κομμάτια.[/I]

Θωρώ μυριάδες, [I]σκέφτηκα. [/I]Εδώ να απογίνω,
[I]κι αμέσως το ερώτησα,[/I]
- Τι πρέπει για να μείνω;

- Στον τρίτο και στον τέταρτο πρώτα πρέπει να μείνεις,
στους οίκους των γονέων μου και εδώ θα απογίνεις.

[I]Για λίγο εγώ το σκέφτηκα, μα τρόμαξα στο βλέμμα!
Το όνομά του το ρωτώ, μου απαντάει…[/I]
- ΨΕΜΑ.

[I]Χωρίς ξανά να το σκεφτώ, χωρίς να ξαποστάσω,
το δρόμο τούτο ακολουθώ και κάπου εγώ θα φτάσω.[/I]

***

[I]Στον έκτο οίκο φτάνοντας, μοιάζει να έχει αστέρια,
γυναίκα η αρχόντισσα και φάνταζε αιθέρια...
Κι γύρω λίγοι άνθρωποι, χωρίς να είναι μόνοι
το μόνο που κατάλαβα, κανείς δεν τους πληγώνει…[/I]

Εδώ είν’ ωραία, [I]σκέφτηκα.[/I] Εδώ θα απογίνω,
[I]κι αμέσως την ερώτησα,[/I]
-Τι πρέπει για να μείνω;

- Τίποτα, μα στον οίκο μου, λίγο θα κατοικίσεις,
στον πρώτο οίκο σύντομα θαρρώ θα μετοικίσεις.

[I]Εγώ όμως δε κατάλαβα, μου φάνηκε απάτη!
Το όνομά της τη ρωτώ, μου απαντάει…[/I]
- ΑΓΑΠΗ.

[I]Να μείνω δε το σκέφτομαι, Χωρίς να ξαποστάσω,
το δρόμο τούτο ακολουθώ και κάπου εγώ θα φτάσω.[/I]

***

[I]Στον έβδομο όταν έφτασα, ξανά γυμνή γυναίκα,
μα ήταν άσχημη πολύ, χοντρή σαν ‘ταν δέκα.
Δεν αντικρίζω άνθρωπο στον οίκο της κανένα,
το μόνο που κατάλαβα, περίμενε εμένα.[/I]

- Αφού αλλού δεν κατοικείς, μείνε εδώ και πες μου
είμαι χοντρή, είμαι άσχημη, πως σου φαντάζω νιε μου;

- Γλυκιά φαντάζεις βρε κυρά, με ομορφιά κρυμμένη,
[I]αφού εντράπηκα να πω, πως είναι καμωμένη.[/I]

[I]Εκείνη δε μου απαντά, μου δείχνει όμως την πόρτα
κι αμέσως εκατάλαβα, να αλλάξω πρέπει ρότα.[/I]

- Συγχώρα με κυρούλα μου, σε πλήγωσα στα στήθια!
[I]Το όνομά της την ρωτώ, μου απαντάει…[/I]
- ΑΛΗΘΕΙΑ.

[I]Και τότε εγώ κατάλαβα το λόγο του ευλόγου,
που η ΑΛΗΘΕΙΑ απέμενε χωρίς κοινό καθόλου.[/I]

Και σας ρωτώ βρε φίλοι μου, Σα που να κατοικήσω;
Εκτός και με βοηθήσετε αλλού «γωνιά» να χτίσω.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 03-11-2008