Το Βλέμμα…

Δημιουργός: Νεφελοβάτης

Τα μάτια καθρέπτης είναι της αβύσσου της ψυχής, και ‘κείνη τις αλήθειες της φωνάζει.. Χωρίς ήχο.. Με το βλέμμα μοναχά..

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Σκοτεινές είναι οι νύχτες του χειμώνα, και κρύες.. Μα φαίνονται ακόμα πιο μαύρες, πιο παγωμένες, όταν είναι κάποιος στην ύπαιθρο. Ειδικά όταν φοράει αλεξίσφαιρο, και ένα πολυβόλο σφιχτά στο χέρι κρατά..

«Ετοιμαστείτε:!» φώναξε, και να κρατάτε επαφή!. «Μάλιστα λοχία», του απάντησαν οι υπόλοιποι. Μπροστά τους η νύχτα φωτίστηκε. Πρώτα πέρασαν τα αεροπλάνα, και άφησαν το φορτίο τους στα φυλάκια που είχαν εντοπίσει. Αν και τι φυλάκια, απλά ταμπουρωμένα σπίτια ήταν, μα επικίνδυνα.. Και μετά αρχίσαν να πέφτουν οι οβίδες. Ημίωρος βομβαρδισμός, και μετά θα ερχόταν η σειρά τους.

«Μην αγχώνεστε», είπε στους δικούς του, «θα μείνουν αρκετοί και για μας». «Δεκανέα έλεγξε τον ασύρματο, αν έχεις καλή επαφή με τα ελικόπτερα που θα μας καλύπτουν, και με το αρχηγείο».

«Όλα είναι καλά λοχία, όπως και πριν πέντε λεπτά..».

«Σιγούρεψε το, και κράτα με ενήμερο, να θυμάστε αυτό δεν είναι άσκηση, ούτε και καθαρή μάχη. Οι άλλοι είναι αποφασισμένοι, και έχετε δει εικόνες για το πώς είναι εκεί κάτω..».

Μιλούσε δυνατά και απότομα. Μα ήθελε να τους θυμίσει, πως παρόλο που είχαν την τεχνολογία με το μέρος τους, έπρεπε να είναι προσεχτικοί. Κανένας πύραυλος, καμιά βόμβα, όσο έξυπνη και να είναι, δεν μπορεί να καθαρίσει τα πάντα..

Πόσο μάλλον εκείνους τους φανατισμένους, που πολεμούσαν σαν λυσσασμένα σκυλιά. Μα τώρα τους είχαν στριμωγμένους.. Τώρα επιτέλους θα τελείωνε αυτός ο εφιάλτης..

Όσο το πυροβολικό έκανε τη δουλειά του, περνούσαν απ’ το μυαλό του ένα σωρό σκέψεις.. Απ’ όλα όσα τον έφεραν ως εδώ..

Λοχίας.. Ακόμα παράξενος του φαινόταν ο τίτλος.. Οι νέοι, μα και οι παλιότεροι, σαν ημίθεο τον έβλεπαν.. Αυστηρός μα και δίκαιος. Ποτέ δε ζητούσε από κάποιον να κάνει κάτι που δε θα έκανε εκείνος.. Επαγγελματίας, μα και κοντά στον καθένα.. Ήξεραν πως κάθε τι που τους απασχολούσε, κάθε τσακωμός με συνάδελφο, κάθε παράπονο για οτιδήποτε, κάθε προσωπική στεναχώρια, μπορούσαν να του την εκμυστηρευτούν. Και κείνος θα έβρισκε τη λύση.

Πάντα ήταν δίπλα τους, όσο κι αν τους ζόριζε πολλές φορές.. Τους έλεγε, κάτι που εφάρμοζαν εκείνοι που ήταν υπεύθυνοι για τον ξεριζωμό τους, δυο χιλιάδες χρόνια πριν.

Λέγανε λοιπόν οι Ρωμαίοι, ότι τα γυμνάσια τους ήταν σαν να κάνουν πόλεμο, και ο πόλεμος σαν να κάνουν γυμνάσια. Κι αυτό ήταν το μυστικό, η βασική αρχή της επιτυχίας τους. Αυτό έκανε και κείνος. Και όσο και να γκρίνιαζαν, το καταλάβαιναν.. Στην πράξη…

Ένοιωθε γέρος, αν και μόλις είχε πατήσει τα είκοσι τρία.. Πως είχε γεράσει απ’ τα δέκα του νόμιζε καμιά φορά.. Και από τότε, τούτη τη στιγμή περίμενε.. Σα να ζούσε γι’ αυτή την αναμέτρηση τόσα χρόνια.. Από ‘κείνη τη μέρα…

Τη μέρα που πέθανε κάθε τι παιδικό που είχε.. Τη θυμόταν σαν χθες.. Χειμώνας ήταν πάλι, μα ο ήλιος ήταν ψηλά και έπαιζε παιχνίδια με τα σύννεφα. Και κείνοι μες τη χαρά, μια και ήταν τα γενέθλια της αδερφής του, και είχαν πάει με εκείνη και τη μητέρα του στην πόλη να πάρουν δώρα, και να ετοιμαστούν για το πάρτυ το βράδυ.

Ο πατέρας του, δεν μπορούσε να έρθει, μια και θα έμενε στο χωριό, καθώς ήταν υπεύθυνος ασφαλείας, και είχαν πάλι προβλήματα, εκείνες τις μέρες. Με ρουκέτες και επιθέσεις.. Μόλις είχαν βγει από το μαγαζί, φορτωμένοι με τα κουτιά, σκασμένοι στα γέλια.

Και τότε.. Τότε τον είδαν.. Μούσια και μακριά μαλλιά, με μια κουρελιασμένη κελεμπία.. Να φωνάζει κάτι στα αραβικά καθώς έβγαζε το πολυβόλο. Μάτια που έκαιγαν, κατακόκκινα..

Οι αστυνομικοί στη γωνία προσπάθησαν να αντιδράσουν, μα δεν πρόλαβαν. Η πρώτη ριπή εκείνους πήρε.. Και μετά φωνές καθώς ο μανιακός χτυπούσε το πλήθος.. Η μητέρα του προσπάθησε να τους προστατεύσει, τους έριξε κάτω και έπεσε πάνω τους.

Το πολυβόλο να ρίχνει.. Κι άλλες φωνές.. Και μετά το χτύπημα, η φωνή της μητέρας του καθώς την έβρισκε η σφαίρα, που χτύπησε και ‘κεινον μετά.. Το αίμα.. Ο άλλος να τους πλησιάζει.. Η μητέρα του να προσπαθεί να σηκωθεί.. Τα δάκρυα στα μάτια της.. Και μετά δεν είχε μάτια, δεν είχε πρόσωπο..

Πυροβολισμός από κοντινή απόσταση, με στρατιωτικό όπλο, έγραψε το πόρισμα που διάβασε χρόνια μετά.. Το όπλο να στρέφεται σε κείνον.. Να έχει παγώσει, μα να νιώθει την καρδιά του σα φωτιά.. Ναι ακόμα θυμόταν το βλέμμα, την έκφραση, που είχε.. Καθώς καθρεπτιζόταν μες τη βιτρίνα που ήταν πίσω από το θεριό..


Το βλέμμα ενός δεκάχρονου, που αν κι ανήμπορο, θέλει να κατασπαράξει αυτόν που τους έκανε τόσο κακό.. Κι άλλος το είδε.. Για λίγο πάγωσε.. Και ύστερα έπεσε στα γόνατα.. Λίγο πριν τον γαζώσουν οι σφαίρες των στρατιωτών που είχαν φτάσει στην πλατεία..

Ένοιωθε τόσο ανήμπορος εκείνη τη μέρα.. Και από τότε αποφάσισε, αυτό που είχαν πει πριν 60 χρόνια οι προγονοί του…

Ποτέ ξανά!

Τρομοκράτης της Χαμάς σκορπά το θάνατο, έξω από εμπορικό κέντρο, έγραφαν οι εφημερίδες της επόμενης.. Τις είχε κρατήσει, μαζί με κάθε τι που σχετιζόταν με κείνη τη μέρα.. Ακόμα και το μπλουζάκι με το αίμα είχε σε ένα συρτάρι.. Το αίμα της μητέρας του, μαζί με το δικό του..

Και δεν ξεχνούσε… Όσο δύσκολα και να ήταν στην εκπαίδευση, στην υπηρεσία, στις μάχες που είχε πάρει μέρος, πάντα θυμόταν εκείνο το βλέμμα του μανιακού.. Και ήθελε τα παιδιά του, αν έκανε ποτέ να μην χρειαστεί να αντικρίσουν κάτι τέτοιο.. Γι’ αυτό ήταν πάντα μέσα στους πρώτους, σε ειδικές μονάδες, που αναλάμβαναν τις πιο δύσκολες αποστολές..

Γιατί θυμόταν.. Γιατί είχε δει το πρόσωπο του άλογου μίσους, του θεριού το βλέμμα..

Κι από τότε τίποτα το ίδιο δεν ήταν ξανά..

Μα τώρα ήταν εδώ, και ήταν άντρας…

«Λοχία!», του φώναξε ο δεκανέας, «έχουμε το οκ, ξεκινάμε!».

Σα να τον ξύπνησε από ύπνο εκείνη η κουβέντα.. Έναν ύπνο μ’ εφιάλτες γιομάτο..

«Πάμε λοιπόν», είπε, «και όπως ξέρουμε!».

Μπροστά θα πηγαίνανε, σαν ανιχνευτές, για να καθαρίσουν το δρόμο, και να εντοπίσουν πιθανούς στόχους. Και αν δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, τότε θα ερχόταν η σειρά των ελικοπτέρων και του πυροβολικού. Τον πιο επικίνδυνο ρόλο είχαν, όπως πάντα, γι’ αυτό και ήταν όλοι εθελοντές...

Και την έκαναν καλά τη δουλειά τους, τόσες και τόσες φορές.. Σαν ένας άνθρωπος είχαν μάθει να συγχρονίζονται, να μιλάνε με νεύματα, να καταλαβαίνουν τι πρέπει να κάνουν χωρίς καν να τους το πουν.

Είχαν κυνηγήσει το θεριό τόσες φορές τα τελευταία χρόνια.. Στο Λίβανο, μεταμφιεσμένο μ’ άλλο όνομα, στη Συρία, σε μυστικές αποστολές, στη χώρα τους την ίδια.. Μα πάντα, σαν τον αρχαίο το μύθο. Όσα κεφάλια και να κοβόταν, πάντα κι άλλα, πιο πολλά ξεφυτρώναν..

Και δεν τους άφηναν οι πολιτικοί τη δουλειά τους να κάνουν. Ήξερε πως υπήρχαν εδώ και καιρό τα σχέδια για το τελικό το ξεκαθάρισμα.. μα αυτοί οι χαρτογιακάδες, δεν ακούγαν. Να η διεθνής κατακραυγή, να το πολιτικό κόστος, να τα ανθρώπινα δικαιώματα..

Πολύ θα ήθελε να είχε μπροστά του έναν χοντροκόλη της Δυτικής Ευρώπης, απ’ αυτούς που στρογγυλοκάθονται στις πολυθρόνες τους και μονάχα να μιλάνε και να λεν μεγάλα λόγια ξέρουν.. Να τον δει κατάματα, και να τον πάει σε μια καφετέρια που έχει τιναχτεί στον αέρα.. Να δει τα ακρωτηριασμένα παιδιά, το αίμα, να μυρίσει την καμένη σάρκα. Να δει όσα εκείνος έχει δει τόσα χρόνια.. Και μετά να του πει ξανά τη γνώμη του για τα ανθρώπινα δικαιώματα των τρομοκρατών..

Και οι πολιτικοί τους, αν και τα ζούσαν, σύνεση συνιστούσαν.. Βέβαια δεν ήταν εκείνοι που ‘χάσαν τη μάνα τους, που βλέπαν συναδέλφους τους να τραυματίζονται κάθε μέρα.. Όχι.. Κι αυτοί στα γραφεία τους ήταν..

Μα ευτυχώς τούτη τη φορά ξυπνήσαν.. Ήταν που βγήκε και κείνος ο μαύρος πρόεδρος στην Αμερική. Που ‘λέγαν οι φήμες ότι είναι και μουσουλμάνος.. Και θα ορκιζόταν σε λιγότερο από μήνα.. Αυτός που ήθελε λέει να φέρει την ειρήνη, εννοώντας, τη γη των προγόνων τους, που με αίμα είχαν ξανακερδίσει, να τη δώσουν πάλι σε κείνους που σκοτώναν αθώους.. Ε όχι, ως εδώ!

Και δόθηκε επιτέλους η εντολή, να ξεκαθαρίσουν μια και καλή μ’ αυτούς.. Να καθαρίσουν τη φωλιά του φιδιού.. Επιτέλους είχε έρθει η ώρα που από χρόνια περίμενε..

Στο βάθος η πόλη καιγόταν. Και οι εκρήξεις συνεχίζονταν καθώς προχωρούσαν, και πέρασαν το τείχος. Στην αρχή ήταν ήσυχα, αν και όλοι ήταν νευρικοί. Μετά καθώς προχωρούσαν άρχισαν να βλέπουν τα πρώτα ίχνη του πολέμου. Κατεστραμμένα αυτοκίνητα στις άκρες του δρόμου, σπίτια να μισοκαίγονται, δέντρα ακρωτηριασμένα από θραύσματα..

Πιο κάτω, η πρώτη προειδοποίηση από τους ανιχνευτές τους. «Λοχία, ύποπτο σπίτι μπροστά!» Ακούστηκε να λέει ψιθυριστά στον ασύρματο ο Γιντζάκ. «Οκ βάλε υπέρυθρες, και πηγαίνετε προσεχτικά, σας καλύπτουμε»..

Το έβλεπε το σπίτι και είχε τα παράθυρα στο στόχαστρό του.. Δυο δικοί του πλησίασαν με γρήγορες κινήσεις την πόρτα. Μια κίνηση στα παράθυρα, μια κάνη να ξεπροβάλει, μια σφαίρα έφτανε, και ο άλλος πήγε να συναντήσει το Θεό του, αν είχε κανέναν.. Έσπασαν την πόρτα, έριξαν χειροβομβίδες, κάτι φωνές και μετά σιωπή..

Και έτσι προχωρούσαν..

Μα όσο πλησίαζαν την πόλη, τόσο πιο δύσκολα ήταν.. Χαλάσματα, πολυκατοικίες, μισοκαμένα σπίτια.. Ότι πρέπει για ελεύθερους σκοπευτές σκέφτηκε..

Οι οδομαχίες είναι από τις πιο δύσκολες μάχες.. Όποιος ξέρει και τα βασικά από στρατιωτική ιστορία το γνωρίζει.. Το είχαν νιώσει καλά οι Γερμανοί στη Βαρσοβία, και στο Στάλινγκραντ, και οι Ρώσοι στο Βερολίνο.. Μια και έχει πολλά μέρη να κρυφτεί αυτός που αμύνεται και ξέρει την περιοχή, κι απλά παραφυλάει.. Και περιμένει να έρθεις..

Δυο φορές χρειάστηκε να ζητήσουν την υποστήριξη του πυροβολικού στα περίχωρα, για να καθαρίσουν τους άλλους από κει που ήταν ταμπουρωμένοι..

Μα μέσα στην πόλη οι διαταγές, πάλι απ’ τους χαρτογιακάδες, σαφείς. Όσο πιο μικρής έντασης βίας, μην έχουμε παράπλευρες απώλειες.. Και τι να κάνουμε αν αυτοί έβαζαν τους αμάχους σαν ασπίδες δηλαδή..;

Έτσι είχαν και τον πρώτο τραυματία.. Από ελεύθερο σκοπευτή σε ταράτσα.. Αν και δεν πρόλαβε να το χαρεί.. Μα πιο κάτω ακόμα χειρότερα τα πράγματα. Οι δρόμοι γεμάτοι συντρίμμια, δεν μπορούσαν να είναι στα πεζοδρόμια μια και δεν υπήρχανε πια.. Και οι πυροβολισμοί πιο πυκνοί…

Εκεί χτυπήσανε και τον Γιτζάκ.. Από ένα παράθυρο πολυκατοικίας, κατευθείαν στο πρόσωπο.. Μια και ξέρανε οι άλλοι πως φορούσαν αλεξίσφαιρα..

Το αίμα του φίλου του έβαψε τη στολή του… Τον κράτησε για μια στιγμή, αν και οι σφαίρες συνεχίζανε να πέφτουνε γύρω του, μα μόλις είδε το τραύμα κατάλαβε πως τίποτα δεν μπορούσε να κάνει πια.. Χωρίς πρόσωπο.. Σαν να ξαναζούσε τον ίδιο εφιάλτη.

Όπλισε ουρλιάζοντας την οπλοβομβίδα, και έριξε. Έφυγε το παράθυρο με ένα κομμάτι απ’ τον τοίχο.. Όρμισε μέσα στην πολυκατοικία ακολουθούμενος απ’ τους άλλους. Ούτε κατάλαβε πως έσπασε την πόρτα, πως μπήκε στο διαμέρισμα, πως τελείωσαν οι σφαίρες, πως έπαψαν οι φωνές τους.. Μέχρι που τον ηρέμησαν οι άλλοι.. Εντάξει λοχία, δεν υπάρχουν άλλοι.. Και μας είπαν απ’ τον ασύρματο, να περιμένουνε ενισχύσεις..

Τότε μόνο ένοιωσε να ξεθολώνει λίγο.. Και κοίταξε γύρω του.. Καπνός, αίμα, κορμιά, έπιπλα σπασμένα.. Και το παράθυρο… Ανέπαφο…

Και σκέφτηκε.. Που έριξα..;

Βγήκε απ’ το διαμέρισμα, και είδε τους καπνούς που έβγαιναν από τη διπλανή πόρτα..

Την άνοιξε και μπήκε..

Ο καπνός, έκανε αποπνικτική την ατμόσφαιρα στο άλλοτε τακτοποιημένο φτωχικό.. Πιο πέρα ακουγόταν ένας σιγανός ήχος, σα βογκητό.. Πήγε προς τα μέσα, εκεί που ήταν το παράθυρο, στην κουζίνα του σπιτιού.. Και εκεί είδε.. Το σπασμένο τζάμι, το κούφωμα που έλειπε μαζί με ένα κομμάτι του τοίχου..

Αίμα τριγύρω, και μια λιμνούλα στο πάτωμα.. Και ένα παιδί.. Να κρατά το άψυχο σώμα της μητέρας του.. Και να κλαίει σιγανά..

Πάγωσε…

Και μετά ο μικρός τον κατάλαβε και σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε.. Κατάματα.. Το προσωπάκι του μες τα αίματα..

Το όπλο έπεσε από τα χέρια του..

Γονάτισε, και έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες του…

Γιατί είχε δει..

Το δικό του το βλέμμα στα μάτια του παιδιού…

Εκείνο το βλέμμα που τον έφερε εδώ..

Εκείνο που αίμα για το αίμα ζητά …

Δημοσίευση στο stixoi.info: 25-01-2009