Ξέρω το πώς

Δημιουργός: Θεοδώρα Μονεμβασίτη , Θεοδώρα Μονεμβασίτη

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ποια δύναμη τα γόνατα στηρίζει
να σηκωθούνε τα βουνά πάνω απ’ τη λίμνη
ν’ αγαπηθούμε δίχως όνειρα και βιάση
να μοιάσει τέλος η αρχή, να με προφτάσει.

Θ’ αρχίσει λένε η γιορτή κάτω στον κάμπο
δίπλα αν σ’ έχω ή μακριά, εσένα θα ‘χω.
Ζεστό ψωμί μες το κρασί η αγάπη κέρασε
είσαι εδώ, μακριά κοιτάς, μια λάμψη πέρασε.
Σύννεφα μάζεψε η σιωπή σου, με γυρίζεις
το νιώθω είσαι δυνατή όταν μ’ αγγίζεις
στον ουρανό αυτόν μην κλαις /κι ευλογημένη
είν’ η βροχή που νοσταλγεί /γη διψασμένη.

Με σένα θέλω αυτή τη γη να τη μοιράσω
για μια στιγμή ξέρω το πώς θα εξουσιάσω.
Μ’ αναπνοή ωκεανού κοινή ανάσα
λευκά φτερά το μυστικό μες τον ακάσα.
[Δε νοσταλγώ], μονάχα ζω κι ένα φιλί με φυλακίζει
σ’ άγνωστη αλήθεια μ’ οδηγεί πριν να μ’ αφήσει.
Μοίρα μου εσύ σ’ αυτή τη γη να με ξεχάσεις
εδώ περνάει η πνοή, δε θα με χάσεις.

Κόσμος φτιαγμένος για τους δυό μες τη ματιά σου
πότε μακριά, λίγο πιο κει, πότε κοντά σου.
Εδώ κυλά αργά το φως, θα το ληστέψω
σε έναν έρωτα θεό για να πιστέψω.
Το πρωινό αδιαφορεί και μας προσπέρασε
ζεστό ψωμί μες το κρασί η αγάπη κέρασε.
Φέρε νερό για να πλυθώ, [να λυτρωθώ], θα ταξιδέψω
πριν να βραδιάσει ένα χορό ίσως χορέψω.

Κυριαρχεί κρυφά το φως κι ύστερα απλώνεται
είσαι μικρή, τόσο μικρή, μα ξεδιπλώνεσαι.
Kτυπά η καμπάνα πιο σιγά απ’ την καρδιά σου
υποταγμένος ο κριός στα όνειρά σου.
Να ξεχαστείς στα λιγοστά που σου γυρεύω
μες το δικό σου μεσημέρι γαληνεύω
λες το χειμώνα διώχνει να ‘ρθει καλοκαίρι
δες το πώς βιάζεται αυτό το μεσημέρι.

Δες το πώς βιάζεται κι αυτό το απομεσήμερο
να δεις ζητάς πιο μακριά απ’ το εφήμερο.
Μη φοβηθείς σ’ αυτό το μέρος ησυχάζω
με πάει η θύμηση πιο πέρα από την Θάσο.
Μέσα στο στήθος μου κοιτάς κρυμμένα άλγη
δεν είναι αργά, θα μείνω εδώ, σε έχω ανάγκη.
Κάτω στον κάμπο τη γιορτή να την αφήσουμε
κι όταν περάσει η βροχή να περπατήσουμε.

[x] η μια λέξη μες την άλλη

Δημοσίευση στο stixoi.info: 11-03-2009