Howl (I) | ||
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου, χαλασμένα από την τρέλα, λιμασμένα υστερικά γυμνά, να σέρνονται μέσα στους μαύρους δρόμους την αυγή γυρεύοντας μια φλογισμένη δόση, φτωχοί και κουρελήδες με βαθουλωμένα μάτια, που φτιαγμένοι ξενυχτούσαν καπνίζοντας στο υπερφυσικό σκοτάδι παγωμένων διαμερισμάτων, αρμενίζοντας πάνω από τις κορφές των πόλεων αφοσιωμένοι στη τζαζ, άνοιγαν το μυαλό τους στα Ουράνια κάτω απ’ τον εναέριο σιδηρόδρομο και βλέπανε αγγέλους μουσουλμάνους τρεκλίζοντας φωτισμένοι σε ταράτσες λαϊκών πολυκατοικιών Αποβλήθηκαν απ’ τις ακαδημίες γιατί ήταν λέει τρελοί κι εξέδιδαν άσεμνες ωδές στα παράθυρα της νεκροκεφαλής τρέμανε σ’ αξύριστα δωμάτια με τα εσώρουχα, καίγοντας τα λεφτά τους σε καλάθια αχρήστων και στήνοντας αυτί στον Τρόμο μέσα απ’ τον τοίχο μπουρδολογώντας ουρλιάζοντας ξερνοβολώντας ψιθυρίζοντας γεγονότα και μνήμες κι ανέκδοτα και πλάκες που σπάσανε και σοκ νοσοκομείων και φυλακών και πολέμων, ολόκληρες διάνοιες που ξεράστηκαν αναπολώντας με απόλυτη ακρίβεια επτά μέρες και νύχτες με μάτια που άστραφταν, κρέας για τη Συναγωγή πεταμένο στο πεζοδρόμιο Έκαναν τρύπες από τσιγάρα στα μπράτσα τους διαμαρτυρόμενοι για την ναρκωτική καταχνιά του ταμπάκου, του καπιταλισμού, έσπασαν κλαίγοντας σε λευκά γυμναστήρια γυμνοί και τρέμοντας μπροστά στις μηχανές άλλων σκελετών, βήχανε στον έκτο όροφο στεφανωμένοι με φλόγα κάτω από τον φυματικό ουρανό πλαισιωμένοι από πορτοκαλιά σαράβαλα θεολογίας μαγείρεψαν σάπια ζωα, πλεμόνια, καρδιές, πόδια, ουρές κάνοντας όνειρα για το αγνό βασίλειο των φυτών ορνιθοσκαλίζανε όλη νύχτα ροκεντρολλάροντας ανυπέρβλητες επωδές που στο κίτρινο πρωινό ήταν στροφές ασυναρτησιών χωθήκανε κάτω από φορτηγά ψυγεία κρεάτων ψάχνοντας για ένα αυγό, πέταξαν τα ρολόγια τους απ’ την ταράτσα για να ρίξουν την ψήφο τους υπέρ της Αιωνιότητας έξω απ’ τον Χρόνο, και ξυπνητήρια πέφταν κάθε μέρα στα κεφάλια τους, καθ’ όλη την επόμενη δεκαετία, κόψανε τις φλέβες τους τρεις φορές συνέχεια ανεπιτυχώς το πήρανε απόφαση και αναγκάστηκαν ν’ ανοίξουν μαγαζιά με αντίκες όπου νιώθαν πως γερνούν και κλαίγανε και γύρισαν μετά από χρόνια στ’ αλήθεια φαλακροί αλλά με ματωμένο το κεφάλι και τα δάκρυα και τα δάχτυλα, σ’ ολοφάνερη καταδίκη της τρέλας των θαλάμων των τρελοπόλεων λογομαχώντας σε βρωμερά δωμάτια με τους αντίλαλους της ψυχής, χορεύοντας ροκ στις μεσονύχτιες παντέρημες εκτάσεις της αγάπης, ένα όνειρο ζωής ένας βραχνάς κορμιά που γινήκαν πέτρα βαρειά σαν το φεγγάρι | I saw the best minds of my generation destroyed by madness, starving hysterical naked, dragging themselves through the negro streets at dawn looking for an angry fix, who poverty and tatters and hollow-eyed and high sat up smoking in the supernatural darkness of cold-water flats floating across the tops of cities contemplating jazz who bared their brains to Heaven under the El and saw Mohammedan angels staggering on tenement roofs illuminated who were expelled from the academies for crazy & publishing obscene odes on the windows of the skull, who cowered in unshaven rooms in underwear, burning their money in wastebaskets and listening to the Terror through the wall yacketayakking screaming vomiting whispering facts and memories and anecdotes and eyeball kicks and shocks of hospitals and jails and wars, whole intellects disgorged in total recall for seven days and nights with brilliant eyes, meat for the Synagogue cast on the pavement, who burned cigarette holes in their arms protesting the narcotic tobacco haze of Capitalism, who broke down crying in white gymnasiums naked and trembling before the machinery of other skeletons who coughed on the sixth floor of Harlem crowned with flame under the tubercular sky surrounded by orange crates of theology, who cooked rotten animals lung heart feet tail dreaming of the pure vegetable kingdom who scribbled all night rocking and rolling over lofty incantations which in the yellow morning were stanzas of gibberish, who plunged themselves under meat trucks looking for an egg, - who threw their watches off the roof to cast their ballot for Eternity outside of Time, & alarm clocks fell on their heads every day for the next decade, who cut their wrists three times successively unsuccessfully, gave up and were forced to open antique stores where they thought they were growing old and cried returning years later truly bald except for a wig of blood, and tears and fingers, to the visible madman doom of the wards of the madtowns of the East, bickering with the echoes of the soul, rocking and rolling in the midnight solitude-bench dolmen-realms of love, dream of life a nightmare, bodies turned to stone as heavy as the moon | |
Avellinou © 07.08.2014 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info