Una cagna ferita

Μια πληγωμένη σκύλα
λειτουργούσε τραγικά
έξω από ναούς και ιερά
λειτουργούσε τραγικά.

Παρατηρούσε μας ξεχώριζε
και μας κερνούσε πυρετό.
Κι ο δρόμος ήταν παντοδύναμος
ρουφούσε το αίμα για κρασί.

Κάπνιζε ομίχλη,
μασούσε πέτρες σώματα.
Χιλιάδες στόματα πικρά
παίρναν τη λύπη για χαρά.

Κι ανάβαν δάδες και κεριά
και φωτιζόταν η φθορά.
Μαύρη μεγάλη συμφορά,
πού να `ναι η Μελισσάνθη;

Σύνθημα και κραυγή
λυγμός στα χείλια των εφήβων
που με τα σώματα ζεστά από το κρεβάτι,
ερωτικά ξαπλώνουν με την άσφαλτο.

Με μια σημαία του έθνους
κρφωμένη στην καρδιά
φωνάζαν, ψάχναν να την βρουν
την Μελισσάνθη.


Una cagna ferita
si trascinava tragicamente,
fuori dal tempio e dai luoghi santi
si trascinava tragicamente.

Guardava con attenzione, ci scorgeva,
e ci attaccava la febbre.
E la strada era onnipotente,
assorbiva sangue e vino.

La nebbia si diffondeva,
corpi mangiavano pietre.
Migliaia di bocche con amarezza
prendevano la tristezza per gioia.

E alzavano fiaccole e ceri,
facevan luce dove era solo rovina.
Nera, grande sventura,
dove può essere Melissanthi?

Ordini e grida,
singhiozzi sulle labbra degli adolescenti,
che, con i corpi caldi di letto,
amorosamente si distendevano sull'asfalto.

Con il vessillo della stirpe
nascosto nel cuore
chiamavano, cercavano di trovare
Melissanthi.

android2020 © 14.06.2016

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info