Black Cypress

Ήταν μια φορά ένας άνθρωπος
ήσυχος πολύ και ξαρμάτωτος.
Είχε σπίτια και λιβάδια
και κοπάδια και σκυλιά
κι ένα δίχτυ που ‘πιανε πουλιά.
Είχε κρύα βρύση στον κήπο του
μαύρο κυπαρίσσι στον ύπνο του.
Μια γυναίκα αγαπούσε
που τραγούδαγε συχνά
και μιλούσε πάντα σιγανά.

Δεν κατάλαβε πώς την έσφαξε
κι ό,τι αγαπούσε το έκαψε,
τα λιβάδια, τα κοπάδια,
τα τραγούδια, τα φιλιά
και κανείς δεν έβγαλε μιλιά.
Στάθηκε μπροστά στα χαλάσματα
κι έβαλε Θεέ μου τα κλάματα.
Να `χα σπίτι και γυναίκα
και κοπάδια και σκυλιά…
κι ύστερα τον πήραν τα πουλιά.


Once upon a time there was a man,
very quiet and unarmed.
He had homes and fields,
and flocks and hounds,
and a net for catching birds,
He had a cold spring in his garden,
a black cypress in his sleep,
he loved a woman, who sung all the time,
but she always spoke silently.

He never realized, how he slayed her,
and burnt all that he loved,
the fields, the flocks,
the songs, the kisses,
and none uttered a word.
He stood in front of the ruins,
alas, my god, he started crying,
"I wish I had a home, and wife,
and flocks, and dogs"
and then the birds carried him away.

Petros_Houhoulis © 11.03.2020

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info