#1 | Ένας γέρος
Στίχοι: Μουσική:
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι
κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του,
χωρίς συντροφιά.
Και μες των άθλιων γηρατειών
την καταφρόνια σκέπτεται
πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο,
κ’ εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ·
το νιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός
που ήταν νέος μοιάζει σαν χθες.
Τι διάστημα μικρό,
τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις
πως τον εγέλα·
και πως την εμπιστεύονταν πάντα
-τι τρέλλα!- την ψεύτρα που έλεγε·
«Aύριο. Έχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε·
και πόση χαρά θυσίαζε.
Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη
τώρα την εμπαίζει.
Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται
και να θυμάται ο γέρος εζαλίσθηκε.
Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος
το τραπέζι. | #2 | Νέοι στίχοι: Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες των άθλιων γηρατειών γηρατειών την καταφρόνια σκέπτεται
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ·
το νιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός
που ήταν νέος μοιάζει σαν χθες.
Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις Φρόνησις πως τον εγέλα·
και πως την εμπιστεύονταν πάντα πάντα -τι τρέλλα!-
-τι τρέλλα!- την ψεύτρα που έλεγε·
«Aύριο. Έχεις πολύν καιρό.»
«Aύριο. Έχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε·
και πόση χαρά θυσίαζε.
Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη
τώρα την εμπαίζει.
Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. εζαλίσθηκε κι αποκοιμάται.
Κι αποκοιμάται
στου Στου καφενείου ακουμπισμένος ακουμπισμένος το τραπέζι.
Αποδοχή διόρθωσης στίχων
Τελική διαμόρφωση στίχων
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ·
το νιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός
που ήταν νέος μοιάζει σαν χθες.
Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα·
και πως την εμπιστεύονταν πάντα -τι τρέλλα!-
την ψεύτρα που έλεγε·
«Aύριο. Έχεις πολύν καιρό.»
«Aύριο. Έχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε·
και πόση χαρά θυσίαζε.
Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη
τώρα την εμπαίζει.
Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε κι αποκοιμάται.
Στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι. |