#1 | Μετανάστης
Στίχοι: Μουσική:
Καράβι ποιος σε κέντησε, ποιος σού `βαψε τα ξάρτια
για να με πάρεις μακριά και να δακρύσουνε πικρά
και να δακρύσουνε πικρά της μάνας μου τα μάτια
Φεύγω γιατί με πίκρανε
η φτώχεια και ο πόνος
είχε πνιγεί η ελπίδα μου
είχε σβηστεί ο ήλιος μου
κι είχε χαθεί
κι είχε χαθεί ο δρόμος
Με δέρναν όλοι οι καιροί, μου πάγωναν τα μάτια
μου κάναν πέτρα το ψωμί, μου κάναν βούρκο το νερό
μου κάναν βούρκο το νερό και την καρδιά κομμάτια
Φεύγω γιατί με πίκρανε...
Δε μού `χαν μείνει ν’ αγαπώ δυο χέρια ν’ αγκαλιάζω
μόνο τα χείλη με καημό και μια φωνή με πυρετό
και μια φωνή με πυρετό τον πόνο να φωνάζω
Φεύγω γιατί με πίκρανε... | #2 | Νέοι στίχοι: Καράβι ποιος σε κέντησε, κέντησε
ποιος σού `βαψε σου 'βαψε τα ξάρτια ξάρτια,
για να με πάρεις μακριά μακριά
και να δακρύσουνε πικρά,
και να δακρύσουνε πικρά
και να δακρύσουνε πικρά της μάνας μου τα μάτια μάτια.
Φεύγω γιατί με πίκρανε
η φτώχεια και ο πόνος πόνος.
είχε Είχε πνιγεί η ελπίδα μου μου,
είχε σβηστεί ο ήλιος μου μου,
κι είχε χαθεί χαθεί...
κι είχε χαθεί ο δρόμος δρόμος.
Με δέρναν όλοι οι καιροί, καιροί
μου πάγωναν τα μάτια μάτια,
μου κάναν πέτρα το ψωμί, ψωμί
μου κάναν βούρκο το νερό,
μου κάναν βούρκο το νερό
μου κάναν βούρκο το νερό και την τη καρδιά κομμάτια
Φεύγω γιατί με πίκρανε... πίκρανε
η φτώχεια και ο πόνος.
Είχε πνιγεί η ελπίδα μου,
είχε σβηστεί ο ήλιος μου,
κι είχε χαθεί...
κι είχε χαθεί ο δρόμος.
Δε μού `χαν Δεν μου 'χαν μείνει ν’ αγαπώ ν' αγαπώ
δυο χέρια ν’ αγκαλιάζω ν' αγκαλιάζω,
μόνο τα χείλη με καημό καημό
και μια φωνή με πυρετό,
και μια φωνή με πυρετό
και μια φωνή με πυρετό τον πόνο να φωνάζω φωνάζω.
Φεύγω γιατί με πίκρανε... πίκρανε
η φτώχεια και ο πόνος.
Είχε πνιγεί η ελπίδα μου,
είχε σβηστεί ο ήλιος μου,
κι είχε χαθεί...
κι είχε χαθεί ο δρόμος.
Αποδοχή διόρθωσης στίχων
Τελική διαμόρφωση στίχων
Καράβι ποιος σε κέντησε
ποιος σου 'βαψε τα ξάρτια,
για να με πάρεις μακριά
και να δακρύσουνε πικρά,
και να δακρύσουνε πικρά
της μάνας μου τα μάτια.
Φεύγω γιατί με πίκρανε
η φτώχεια και ο πόνος.
Είχε πνιγεί η ελπίδα μου,
είχε σβηστεί ο ήλιος μου,
κι είχε χαθεί...
κι είχε χαθεί ο δρόμος.
Με δέρναν όλοι οι καιροί
μου πάγωναν τα μάτια,
μου κάναν πέτρα το ψωμί
μου κάναν βούρκο το νερό,
μου κάναν βούρκο το νερό
και τη καρδιά κομμάτια
Φεύγω γιατί με πίκρανε
η φτώχεια και ο πόνος.
Είχε πνιγεί η ελπίδα μου,
είχε σβηστεί ο ήλιος μου,
κι είχε χαθεί...
κι είχε χαθεί ο δρόμος.
Δεν μου 'χαν μείνει ν' αγαπώ
δυο χέρια ν' αγκαλιάζω,
μόνο τα χείλη με καημό
και μια φωνή με πυρετό,
και μια φωνή με πυρετό
τον πόνο να φωνάζω.
Φεύγω γιατί με πίκρανε
η φτώχεια και ο πόνος.
Είχε πνιγεί η ελπίδα μου,
είχε σβηστεί ο ήλιος μου,
κι είχε χαθεί...
κι είχε χαθεί ο δρόμος.
|