#1 | Ροβινσώνες
Στίχοι: Μουσική:
Θεριό ανήμερο η ψυχή και πώς να τη μερώσεις,
πηδάει τα χαακώματα κι αρχίζει τον καυγά,
εκεί που πας να κοιμηθείς κι αργεί να ξημερώσει
σκορπάει την ησυχία σου και ρέστα σου ζητά.
Μ’ απ’ όσα αφήσαμ’ ορφανά, τα πιο ακριβά όνειρά μας,
και χάθηκε απ’ τα μάτια μας μια νύχτα η φωτιά,
του χρόνου τα φαντάσματα στοιχειώνουν τη χαρά μας
και τα παλιά τα λάφυρα σαπίζουν στη γωνιά.
Έμειναν λέξεις αδειανές, συνθήματα στον τοίχο,
μα η φωνή της μοναξιάς ποτέ δεν είχε ήχο.
Σα Ροβινσώνες, ναυαγοί σ’ άγνωστο ερημονήσι,
κι απ’ τους ορίζοντες μακριά το πλοίο δεν περνά,
όποιος καιρό χαράμισε θα τρέχει να ζητήσει
συγγνώμη στη μισή ζωή που πίσω δε γυρνά.
Έμειναν λέξεις αδειανές, συνθήματα στον τοίχο,
μα η φωνή της μοναξιάς ποτέ δεν είχε ήχο. | #2 | Youtube στην 1η εκτέλεση: https://www.youtube.com/watch?v=Q7roLIKHznw Νέοι στίχοι: Θεριό ανήμερο η ψυχή και πώς να τη μερώσεις,
πηδάει τα χαακώματα χαρακώματα κι αρχίζει τον καυγά, καυγά.
εκεί Εκεί που πας να κοιμηθείς κι αργεί να ξημερώσει
σκορπάει την ησυχία σου και ρέστα σου ζητά.
Μ’ απ’ όσα αφήσαμ’ ορφανά, Μα πως αφήσαμε ορφανά τα πιο ακριβά όνειρά μας, μας
και χάθηκε απ’ τα μάτια μας μια νύχτα η φωτιά, φωτιά.
του Του χρόνου τα φαντάσματα στοιχειώνουν τη χαρά μας
και τα παλιά τα λάφυρα σαπίζουν στη γωνιά.
Έμειναν λέξεις αδειανές, συνθήματα στον τοίχο,
μα η φωνή της μοναξιάς ποτέ δεν είχε ήχο.
Σα Ροβινσώνες, Σαν Ροβινσώνες ναυαγοί σ’ άγνωστο ερημονήσι, ερημονήσι
κι απ’ τους ορίζοντες μακριά το πλοίο δεν περνά, περνά.
όποιος 'Οποιος καιρό χαράμισε θα τρέχει να ζητήσει
συγγνώμη στη μισή ζωή που πίσω δε γυρνά.
Έμειναν λέξεις αδειανές, συνθήματα στον τοίχο,
μα η φωνή της μοναξιάς ποτέ δεν είχε ήχο.
Αποδοχή διόρθωσης στίχων
Τελική διαμόρφωση στίχων
Θεριό ανήμερο η ψυχή και πώς να τη μερώσεις,
πηδάει τα χαρακώματα κι αρχίζει τον καυγά.
Εκεί που πας να κοιμηθείς κι αργεί να ξημερώσει
σκορπάει την ησυχία σου και ρέστα σου ζητά.
Μα πως αφήσαμε ορφανά τα πιο ακριβά όνειρά μας
και χάθηκε απ’ τα μάτια μας μια νύχτα η φωτιά.
Του χρόνου τα φαντάσματα στοιχειώνουν τη χαρά μας
και τα παλιά τα λάφυρα σαπίζουν στη γωνιά.
Έμειναν λέξεις αδειανές, συνθήματα στον τοίχο,
μα η φωνή της μοναξιάς ποτέ δεν είχε ήχο.
Σαν Ροβινσώνες ναυαγοί σ’ άγνωστο ερημονήσι
κι απ’ τους ορίζοντες μακριά το πλοίο δεν περνά.
'Οποιος καιρό χαράμισε θα τρέχει να ζητήσει
συγγνώμη στη μισή ζωή που πίσω δε γυρνά.
|