#1 | Της ζάλης
Στίχοι: Μουσική:
Κλωστή παραδεισένια μου, με φύλλα τυλιγμένη,
γίνε φιτίλι να καείς κι ο μύθος ξεκινά,
απόψε μαζευτήκαμε εχθροί μετανιωμένοι
της ζάλης τα καμώματα να δούμε από κοντά.
Ααα όποιος δεν το σηκώνει,
ααα να βγει απ’ τη σειρά,
ααα θα στρώσουμε σεντόνι,
ααα με πίσσα και φτερά.
Ν’ ανάψουν τα τσιγάρα μας κι η κάπνα να φουντώνει,
μήπως και βρούμε τελικά του πόνου γιατρειά,
να ρίξουμε την Τροία μας που δέκα χρόνια μόνη
κάνει πως δε μα δέχεται και θέλει παντρειά.
Ααα και ο Θεός το θέλει,
ααα τον κόσμο να ξεχνά,
ααα κατέβηκαν αγγέλοι,
ααα να πάρουν μυρωδιά.
Εγώ δεν πίνω, δε μεθώ, τις νύχτες δε γυρίζω,
γεννήθηκα ανυπόμονος και με λειψό μυαλό,
μα κάθε βράδυ στα κρυφά το στρίβω λίγο λίγο,
τ’ ανάβω στο καντήλι μου και το `χω για καλό.
Ααα όποιος δεν το σηκώνει,
ααα να βγει απ’ τη σειρά,
ααα θα στρώσουμε σεντόνι,
ααα με πίσσα και φτερά. | #2 | Youtube στην 1η εκτέλεση: https://www.youtube.com/watch?v=1MQ8IbLkXqU Νέοι στίχοι: Κλωστή παραδεισένια μου, μου με φύλλα τυλιγμένη,
γίνε φιτίλι να καείς κι ο μύθος ξεκινά, ξεκινά.
απόψε Απόψε μαζευτήκαμε εχθροί μετανιωμένοι
της ζάλης τα καμώματα να δούμε από κοντά.
Ααα Ααα, όποιος δεν το σηκώνει, σηκώνει
ααα ααα, να βγει απ’ τη σειρά, σειρά.
ααα Ααα, θα στρώσουμε σεντόνι, σεντόνι
ααα ααα, με πίσσα και φτερά.
Ν’ ανάψουν τα τσιγάρα μας κι η κάπνα να φουντώνει, φουντώνει
μήπως και βρούμε τελικά του πόνου γιατρειά, γιατρειά.
να Να ρίξουμε την Τροία μας που δέκα χρόνια μόνη
κάνει πως δε μα δέχεται και θέλει παντρειά.
Ααα Ααα, και ο Θεός το θέλει, θέλει
ααα ααα, τον κόσμο να ξεχνά, ξεχνά.
ααα Ααα, κατέβηκαν αγγέλοι, αγγέλοι
ααα ααα, να πάρουν μυρωδιά.
Εγώ δεν πίνω, δε μεθώ, τις νύχτες δε γυρίζω, γυρίζω
γεννήθηκα ανυπόμονος και με λειψό μυαλό, μυαλό.
μα Μα κάθε βράδυ στα κρυφά το στρίβω λίγο λίγο,
τ’ ανάβω στο καντήλι μου και το `χω για καλό.
Ααα Ααα, όποιος δεν το σηκώνει, σηκώνει
ααα ααα, να βγει απ’ τη σειρά, σειρά.
ααα Ααα, θα στρώσουμε σεντόνι, σεντόνι
ααα ααα, με πίσσα και φτερά.
Αποδοχή διόρθωσης στίχων
Τελική διαμόρφωση στίχων
Κλωστή παραδεισένια μου με φύλλα τυλιγμένη,
γίνε φιτίλι να καείς κι ο μύθος ξεκινά.
Απόψε μαζευτήκαμε εχθροί μετανιωμένοι
της ζάλης τα καμώματα να δούμε από κοντά.
Ααα, όποιος δεν το σηκώνει
ααα, να βγει απ’ τη σειρά.
Ααα, θα στρώσουμε σεντόνι
ααα, με πίσσα και φτερά.
Ν’ ανάψουν τα τσιγάρα μας κι η κάπνα να φουντώνει
μήπως και βρούμε τελικά του πόνου γιατρειά.
Να ρίξουμε την Τροία μας που δέκα χρόνια μόνη
κάνει πως δε μα δέχεται και θέλει παντρειά.
Ααα, και ο Θεός το θέλει
ααα, τον κόσμο να ξεχνά.
Ααα, κατέβηκαν αγγέλοι
ααα, να πάρουν μυρωδιά.
Εγώ δεν πίνω, δε μεθώ, τις νύχτες δε γυρίζω
γεννήθηκα ανυπόμονος και με λειψό μυαλό.
Μα κάθε βράδυ στα κρυφά το στρίβω λίγο λίγο,
τ’ ανάβω στο καντήλι μου και το `χω για καλό.
Ααα, όποιος δεν το σηκώνει
ααα, να βγει απ’ τη σειρά.
Ααα, θα στρώσουμε σεντόνι
ααα, με πίσσα και φτερά. |