#1 | Η βέρα
Στίχοι: Μουσική:
Καθόμουνα στον καφενέ, αμάν, αμάν,
κι έβλεπα τα μανάρια
να περπατούν καμαρωτά, αμάν, αμάν
και να μοσχοβολάνε.
ΧΟΡΟΣ: "Κι όσο το μάτι θόλωνε,
η βέρα που φορούσε
γαντζώνονταν στο δάχτυλο
και τον πετροβολούσε"
Μέταλλο σε βαρέθηκα, αμάν αμάν,
βάρυνες με τα χρόνια.
Σε βγάζω από πάνω μου, αμάν, αμάν,
και σε πετώ στο κύμα.
ΧΟΡΟΣ: "Περνούσε ψάρι νηστικό
και άρπαξε τη βέρα
Ό,τι γυαλίζει δεν είναι χρυσός
άκου, φτωχό και μένα"
Το ψάρι ήταν άτυχο, βρ’ αμάν, αμάν,
έπεσε σε τηγάνι
και βρέθηκε στο πιάτο μου, αμάν, αμάν,
ένα Σαββάτο βράδυ.
ΧΟΡΟΣ: "Τ’ ανοίγει με τα χέρια του
και βρίσκει το μπελά του.
Πετιέται η βέρα κι έρχεται
ξανά στα δάχτυλά του" | #2 | Νέοι στίχοι: Καθόμουνα στον καφενέ, αμάν, αμάν, αμάν αμάν
κι έβλεπα τα μανάρια
να περπατούν καμαρωτά, αμάν, αμάν αμάν
και να μοσχοβολάνε.
ΧΟΡΟΣ: "Κι Κι όσο το μάτι θόλωνε, θόλωνε
η βέρα που φορούσε
γαντζώνονταν στο δάχτυλο
και τον πετροβολούσε" πετροβολούσε.
Μέταλλο σε βαρέθηκα, αμάν αμάν, αμάν
βάρυνες με τα χρόνια.
Σε βγάζω από πάνω μου, αμάν, αμάν, αμάν αμάν
και σε πετώ στο κύμα.
ΧΟΡΟΣ: "Περνούσε Περνούσε ψάρι νηστικό
και άρπαξε τη βέρα βέρα.
Ό,τι γυαλίζει δεν είναι χρυσός
άκου, άκου φτωχό και μένα" μένα.
Το ψάρι ήταν άτυχο, βρ’ αμάν, αμάν, αμάν αμάν
έπεσε σε στο τηγάνι
και βρέθηκε στο πιάτο μου, αμάν, αμάν, αμάν αμάν
ένα Σαββάτο βράδυ.
ΧΟΡΟΣ: "Τ’ Τ' ανοίγει με τα χέρια του
και βρίσκει το μπελά του.
Πετιέται η βέρα κι έρχεται
ξανά στα δάχτυλά του" του.
Αποδοχή διόρθωσης στίχων
Τελική διαμόρφωση στίχων
Καθόμουνα στον καφενέ, αμάν αμάν
κι έβλεπα τα μανάρια
να περπατούν καμαρωτά, αμάν αμάν
και να μοσχοβολάνε.
Κι όσο το μάτι θόλωνε
η βέρα που φορούσε
γαντζώνονταν στο δάχτυλο
και τον πετροβολούσε.
Μέταλλο σε βαρέθηκα, αμάν αμάν
βάρυνες με τα χρόνια.
Σε βγάζω από πάνω μου, αμάν αμάν
και σε πετώ στο κύμα.
Περνούσε ψάρι νηστικό
και άρπαξε τη βέρα.
Ό,τι γυαλίζει δεν είναι χρυσός
άκου φτωχό και μένα.
Το ψάρι ήταν άτυχο, βρ’ αμάν αμάν
έπεσε στο τηγάνι
και βρέθηκε στο πιάτο μου, αμάν αμάν
ένα Σαββάτο βράδυ.
Τ' ανοίγει με τα χέρια του
και βρίσκει το μπελά του.
Πετιέται η βέρα κι έρχεται
ξανά στα δάχτυλά του. |