Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132731 Τραγούδια, 271221 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Μαρία - Νεφέλη      
#1Μαρία - Νεφέλη

Στίχοι:
Μουσική:



Παντού την είδα να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει το κενό
Ν’ ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου.Να περπατάει στο δρόμο
με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά καμπαρντίνα.
Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών.
Πιο θλιμμένη τότε.
Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της.

Μ.Ν Περπατώ μες στ’ αγκάθια, μες στα σκοτεινά
σ’ αυτά που `ναι να γίνουν και στ’ αλλοτινά
κι έχω για μόνο μου όπλο, μόνη άμυνα,
τα νύχια μου τα μωβ, σαν τα κυκλάμινα.

Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα.
Είναι χλωμή και ωραία.
Μα να της μιλάς, ούτε που ακούει καθόλου.
Σαν να γίνεται κάτι αλλού - που μόνο αυτή το ακούει και τρομάζει.
Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι ε κ ε ί.
Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.

Μ.Ν. Περπατώ μες στ’ αγκάθια, μες στα σκοτεινά.....

Τίποτα δεν κατάλαβε.
Όλη την ώρα μου `λεγε `'θυμάσαι;''
Τι να θυμηθώ.
Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα.
Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα, πώς να το πω ,
απροετοίμαστη.

Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο ξαφνικά,
'κει που δεν το περίμενα καθόλου.
Έλεγα `'μπα θα συνηθίσω''. Κι όλα γύρω μου έτρεχαν.
Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν,
ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή.
Αλλά φαίνεται, το παράκανα.
Επειδή - δεν ξέρω - κάτι παράξενο έγινε στο τέλος.

Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος.
Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή.
Και τώρα όταν ακούω να βρέχει, δεν ξέρω τι με περιμένει.

Μ.Ν. Πετάω μες στ’ αγκάθια, μες στα σκοτεινά......
#2

Νέος ερμηνευτής: Τάνια Τσανακλίδου & Γιάννης Μπέζος (ο ερμηνευτής δεν εντοπίζεται στη βάση του stixoi.info)
Δίσκος: Ανυπεράσπιστοι έρωτες - 2007 (ο δίσκος δεν εντοπίζεται στη βάση του stixoi.info)  
Νέοι στίχοι:
Παντού την είδα να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει το κενό
Ν’ ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου.Να περπατάει στο δρόμο
με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά καμπαρντίνα.
Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών.
Πιο θλιμμένη τότε.
Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της.

Μ.Ν Περπατώ μες μέσ’ στ’ αγκάθια, μες μέσ’ στα σκοτεινά σκοτεινά,
σ’ αυτά που `ναι να γίνουν και στ’ αλλοτινά
κι έχω για μόνο μου όπλο, μόνη άμυνα,
τα νύχια μου τα μωβ, σαν τα κυκλάμινα.

Παντού την είδα, να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει το κενό.
Ν’ ακούει δίσκους, ξαπλωμένη χάμου.
Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια
και μια παλιά καμπαρντίνα.
Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών.
Πιο θλιμμένη τότε.
Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της.


Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα.
Είναι χλωμή και ωραία.
Μα να της μιλάς, ούτε που ακούει καθόλου.
Σαν να γίνεται κάτι αλλού - αλλού, που μόνο αυτή το τ’ ακούει και τρομάζει.
Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι ε κ ε ί. εκεί.
Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.

Μ.Ν. Περπατώ μες στ’ αγκάθια, μες στα σκοτεινά..... Τίποτα δεν κατάλαβε.
Όλη την ώρα μου `λεγε `'θυμάσαι;'' “θυμάσαι;”
Τι Τί να θυμηθώ.
Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα.
Όμως Όμως, τη μέρα αισθάνομαι άσχημα, άσχημα,

πώς να το πω , απροετοίμαστη.

Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο ξαφνικά,
'κει 'κεί που δεν το περίμενα καθόλου.
Έλεγα `'μπα Έλεγα, “μπα, θα συνηθίσω''. συνηθίσω”.

Κι όλα γύρω μου έτρεχαν.
Πράγματα κι άνθρωποι άνθρωποι, έτρεχαν, έτρεχαν,
ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή.
Αλλά Όμως, φαίνεται, το παράκανα.
Επειδή - Επειδή, δεν ξέρω - ξέρω, κάτι παράξενο έγινε γινόταν στο τέλος.

Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος.
Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή.
Και τώρα τώρα, όταν ακούω να βρέχει, δεν ξέρω τι με περιμένει.

Μ.Ν. Πετάω μες στ’ αγκάθια, μες “Γιατί δε θάβουν τους ανθρώπους όρθιους σαν μητροπολιτάδες;”, έτσι μου 'λεγε.
Και μια φορά, θυμάμαι, καλοκαίρι στο νησί, που γυρίζαμε όλοι από ξενύχτι,
ξημερώματα, πηδήσαμε απ' τα κάγκελα στον κήπο του Μουσείου.
Χόρευε πάνω στις πέτρες και δεν έβλεπε τίποτα.

Έβλεπα τα μάτια του. Έβλεπα κάτι παλιούς ελαιώνες.

Έβλεπα μιαν επιτύμβια στήλη.
Μια κόρη ανάγλυφη πάνω στην πέτρα.
Έμοιαζε λυπημένη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.

Εμένα κοίταζε, το ξέρω, εμένα κοίταζε.
Κοιτάζαμε κι οι δυο την ιδία πέτρα.
Κοιταζόμασταν μεσ' απ' την πέτρα.

Ήταν ήρεμη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.

Ήτανε καθιστή. Κι ήτανε πεθαμένη.

Ήτανε καθιστή και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.
Δε θα κρατήσεις ποτέ σου ένα πουλί εσύ, δεν είσαι άξια.

Ω, αν μ' αφήνανε, αν μ' αφήνανε.

Ποιός να σ' αφήσει;

Αυτός που δεν αφήνει τίποτα.

Αυτός, αυτός που δεν αφήνει τίποτα
κόβεται απ' τη σκιά του κι αλλού περπατά.

Είναι τα λόγια του άσπρα κι είναι ανείπωτα
κι είναι τα μάτια του βαθιά κι ανύπνωτα.

Μα 'χε πάρει όλο το πάνω μέρος απ' την πέτρα.
Και μαζί μ' αυτήν και τ' όνομά της.

ΑΡΙΜΝΑ... σαν να τα βλέπω ακόμη χαραγμένα τα γράμματα
μέσα στο φως... ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ...

Έλειπε. Όλο το πάνω μέρος έλειπε.
Γράμματα δεν υπήρχανε καθόλου.

ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ... εκεί, πάνω σ' αυτό το ΕΛ,
η πέτρα είχε κοπεί και σπάσει. Το θυμάμαι καλά.

Στ' όνειρό της φαίνεται θα το 'χε δει κι αυτό για να το θυμάται.

Στ' όνειρό μου, ναι. Σ' έναν ύπνο μεγάλο που θα 'ρθει κάποτε
όλο φως και ζέστη και μικρά πέτρινα σκαλιά., θα περνάνε στο
δρόμο αγκαλιασμένα τα παιδιά όπως σε κάτι παλιές ταινίες ιταλιάνικες.
Από παντού θ' ακούς τραγούδια και θα βλέπεις πελώριες γυναίκες
σε μικρά μπαλκόνια να ποτίζουν τα λουλούδια τους.

Ένα μεγάλο θαλασσί μπαλόνι θα μας πάρει τότε ψηλά, μια δω,
μια κει, θα μας χτυπά ο αέρας. Πρώτα θα ξεχωρίσουν οι αση-
μένιοι τρούλοι, κατόπιν τα καμπαναριά. Θα φάνουν οι δρόμοι
πιο στενοί, πιο ίσιοι απ' ό,τι φανταζόμασταν. Οι ταράτσες με
τις κάτασπρες αντένες για την τηλεόραση. Και οι λόφοι ένα
γύρο κι οι χαρταετοί - ξυστά θα περνάμε από δίπλα τους.
Ώσπου κάποια στιγμή θα δούμε όλη τη θάλασσα. Οι ψυχές
επάνω της θ' αφήνουν μικρούς λευκούς ατμούς.

Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου
στα σκοτεινά...... βουνά τα μαύρα και τα δαι-
μονικά του κόσμου τούτου. Έχω πει στην αγάπη «γιατί» και την
έχω κυλήσει στο πάτωμα. Έγιναν οι πόλεμοι και ξανάγιναν και
δεν έμεινε ούτ' ένα κουρέλι να το κρύψουμε βαθιά στα πράγ-
ματά μας και να το λησμονήσουμε. Ποιός ακούει; Ποιοό άκου-
σε; Δικαστές, παπάδες, χωροφύλακες, ποια είναι η χώρα σας;
Ένα κορμί μου μένει και το δίνω. Σ' αυτό καλλιεργούνε, όσοι
ξέρουν, τα Ιερά, όπως οι κηπουροί στην Ολλανδία τις τουλί-
πες. Και σ' αυτό πνίγονται όσοι δεν έμαθαν ποτέ από θάλασσα
κι από κολύμπι...
Ροές της θάλασσας κι εσείς των άστρων μακρινές επιρροές,
παρασταθείτε μου

Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα
δαιμονικά του κόσμου τ' ανεξόρκιστα
κι από το μέρος το άρρωστο γυρίστηκα
στον ήλιο και στο φως αυτοεξορίστηκα!

Κι απ' τις φουρτούνες τις πολλές γυρίστηκα
μέσ' στους ανθρώπους αυτοεξορίστηκα.


Αποδοχή διόρθωσης στίχων

Τελική διαμόρφωση στίχων


Περπατώ μέσ’ στ’ αγκάθια, μέσ’ στα σκοτεινά,
σ’ αυτά που `ναι να γίνουν και στ’ αλλοτινά
κι έχω για μόνο μου όπλο, μόνη άμυνα,
τα νύχια μου τα μωβ, σαν τα κυκλάμινα.

Παντού την είδα, να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει το κενό.
Ν’ ακούει δίσκους, ξαπλωμένη χάμου.
Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια
και μια παλιά καμπαρντίνα.
Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών.
Πιο θλιμμένη τότε.
Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της.

Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα.
Είναι χλωμή και ωραία.
Μα της μιλάς, ούτε που ακούει καθόλου.
Σαν να γίνεται κάτι αλλού, που μόνο αυτή τ’ ακούει και τρομάζει.
Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι εκεί.
Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.

Τίποτα δεν κατάλαβε.
Όλη την ώρα μου `λεγε “θυμάσαι;”
Τί να θυμηθώ.
Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα.
Όμως, τη μέρα αισθάνομαι άσχημα,
πώς να το πω απροετοίμαστη.

Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο ξαφνικά,
'κεί που δεν το περίμενα καθόλου.
Έλεγα, “μπα, θα συνηθίσω”.
Κι όλα γύρω μου έτρεχαν.
Πράγματα κι άνθρωποι, έτρεχαν, έτρεχαν,
ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή.
Όμως, φαίνεται, το παράκανα.
Επειδή, δεν ξέρω, κάτι παράξενο γινόταν στο τέλος.

Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος.
Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή.
Και τώρα, όταν ακούω να βρέχει, δεν ξέρω τι με περιμένει.

“Γιατί δε θάβουν τους ανθρώπους όρθιους σαν μητροπολιτάδες;”, έτσι μου 'λεγε.
Και μια φορά, θυμάμαι, καλοκαίρι στο νησί, που γυρίζαμε όλοι από ξενύχτι,
ξημερώματα, πηδήσαμε απ' τα κάγκελα στον κήπο του Μουσείου.
Χόρευε πάνω στις πέτρες και δεν έβλεπε τίποτα.

Έβλεπα τα μάτια του. Έβλεπα κάτι παλιούς ελαιώνες.

Έβλεπα μιαν επιτύμβια στήλη.
Μια κόρη ανάγλυφη πάνω στην πέτρα.
Έμοιαζε λυπημένη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.

Εμένα κοίταζε, το ξέρω, εμένα κοίταζε.
Κοιτάζαμε κι οι δυο την ιδία πέτρα.
Κοιταζόμασταν μεσ' απ' την πέτρα.

Ήταν ήρεμη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.

Ήτανε καθιστή. Κι ήτανε πεθαμένη.

Ήτανε καθιστή και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.
Δε θα κρατήσεις ποτέ σου ένα πουλί εσύ, δεν είσαι άξια.

Ω, αν μ' αφήνανε, αν μ' αφήνανε.

Ποιός να σ' αφήσει;

Αυτός που δεν αφήνει τίποτα.

Αυτός, αυτός που δεν αφήνει τίποτα
κόβεται απ' τη σκιά του κι αλλού περπατά.

Είναι τα λόγια του άσπρα κι είναι ανείπωτα
κι είναι τα μάτια του βαθιά κι ανύπνωτα.

Μα 'χε πάρει όλο το πάνω μέρος απ' την πέτρα.
Και μαζί μ' αυτήν και τ' όνομά της.

ΑΡΙΜΝΑ... σαν να τα βλέπω ακόμη χαραγμένα τα γράμματα
μέσα στο φως... ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ...

Έλειπε. Όλο το πάνω μέρος έλειπε.
Γράμματα δεν υπήρχανε καθόλου.

ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ... εκεί, πάνω σ' αυτό το ΕΛ,
η πέτρα είχε κοπεί και σπάσει. Το θυμάμαι καλά.

Στ' όνειρό της φαίνεται θα το 'χε δει κι αυτό για να το θυμάται.

Στ' όνειρό μου, ναι. Σ' έναν ύπνο μεγάλο που θα 'ρθει κάποτε
όλο φως και ζέστη και μικρά πέτρινα σκαλιά., θα περνάνε στο
δρόμο αγκαλιασμένα τα παιδιά όπως σε κάτι παλιές ταινίες ιταλιάνικες.
Από παντού θ' ακούς τραγούδια και θα βλέπεις πελώριες γυναίκες
σε μικρά μπαλκόνια να ποτίζουν τα λουλούδια τους.

Ένα μεγάλο θαλασσί μπαλόνι θα μας πάρει τότε ψηλά, μια δω,
μια κει, θα μας χτυπά ο αέρας. Πρώτα θα ξεχωρίσουν οι αση-
μένιοι τρούλοι, κατόπιν τα καμπαναριά. Θα φάνουν οι δρόμοι
πιο στενοί, πιο ίσιοι απ' ό,τι φανταζόμασταν. Οι ταράτσες με
τις κάτασπρες αντένες για την τηλεόραση. Και οι λόφοι ένα
γύρο κι οι χαρταετοί - ξυστά θα περνάμε από δίπλα τους.
Ώσπου κάποια στιγμή θα δούμε όλη τη θάλασσα. Οι ψυχές
επάνω της θ' αφήνουν μικρούς λευκούς ατμούς.

Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα βουνά τα μαύρα και τα δαι-
μονικά του κόσμου τούτου. Έχω πει στην αγάπη «γιατί» και την
έχω κυλήσει στο πάτωμα. Έγιναν οι πόλεμοι και ξανάγιναν και
δεν έμεινε ούτ' ένα κουρέλι να το κρύψουμε βαθιά στα πράγ-
ματά μας και να το λησμονήσουμε. Ποιός ακούει; Ποιοό άκου-
σε; Δικαστές, παπάδες, χωροφύλακες, ποια είναι η χώρα σας;
Ένα κορμί μου μένει και το δίνω. Σ' αυτό καλλιεργούνε, όσοι
ξέρουν, τα Ιερά, όπως οι κηπουροί στην Ολλανδία τις τουλί-
πες. Και σ' αυτό πνίγονται όσοι δεν έμαθαν ποτέ από θάλασσα
κι από κολύμπι...
Ροές της θάλασσας κι εσείς των άστρων μακρινές επιρροές,
παρασταθείτε μου

Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα
δαιμονικά του κόσμου τ' ανεξόρκιστα
κι από το μέρος το άρρωστο γυρίστηκα
στον ήλιο και στο φως αυτοεξορίστηκα!

Κι απ' τις φουρτούνες τις πολλές γυρίστηκα
μέσ' στους ανθρώπους αυτοεξορίστηκα.
Πρώτη αποστολή: cactusΔιορθώσεις: Χριστόδουλας
Πρόσθετες πληροφορίες ή διευκρινίσεις ή στοιχεία που δεν μπορούν να καταγραφούν μέσω της φόρμας
Οι παραπάνω διορθώσεις είναι στο στάδιο της εξέτασης και δεν έχει ελεγχθεί ούτε το περιεχόμενό τους, ούτε η πιθανότητα να μην προτείνουν καμία αλλαγή.