#1 | Νούμερα στην Αθήνα
Στίχοι: Μουσική:
Ήτανε γεροδεμένος· να `μαι ακριβής
ήταν σκέτο κτήνος εκ κατασκευής
και χωρίς καλά να ξέρει αν τον γουστάρει
ο διάβολος την έβαλε να τόνε πάρει
μία Μεσσαλίνα μες στις τόσες στην Αθήνα,
που ψάχνοντας στον κόσμο εμπειρίες
παν γυρεύοντας σε ιστορίες
με ναύτες, νταλικέρ, καταδρομείς.
Ίσως να `ταν λίγο κι η προφορά
που `χουν όσοι κατεβαίνουν απ’ τον βορά,
απ’ την Έδεσσα, την Κατερίνη
κάτι στη μιλιά τους έχει μείνει,
κάτι τέλος πάντων να μην έχει στην Αθήνα.
Λέξεις που να μοιάζουν κεχριμπάρι
σβάρνα, ήρθε, ακόμα δεν τις έχει πάρει.
Πώς για; …Είχε κάποια διαφορά.
Αααα – αγκινάρες με κουκιά,
κόκκινες καλές ντομάτες δυο δεκάρες η οκά.
Μεθυσμένη νύχτα, στ’ άστρα -ναι- ν’ ανεβείς
φτάνει ο πόθος σου, κυρά μου, να `ναι ευσεβής.
Δεν κουράστηκε να τον-ε ρίξει
ίσως όμως να `ταν κι από πλήξη,
σύννεφο η πείνα για εκπλήξεις στην Αθήνα.
Μα για κείνον που `τανε μανάβης,
πώς να σου το πω να καταλάβεις,
έμοιαζε παραμονή γιορτής.
Κι όλα αυτά δε φτάνανε, πέσανε προχτές
κάτι σκόρπιες ειρωνείες κάτι μπηχτές.
Είχε αρχίσει κιόλας να βαριέται,
εκείνος να μιλάει αυτή να χασμουριέται,
νούμερα από κείνα που συμβαίνουν στην Αθήνα.
Μ’ αν ο άλλος είναι κάφρος και δεμένος
και συμβαίνει να `ν’ κι ερωτευμένος
πέφτουν τέλος τίποτα μπουνιές.
Αααα – αγκινάρες με κουκιά,
κόκκινες καλές ντομάτες δυο δεκάρες η οκά.
Τα υπόλοιπα στο Dolce είναι ως εξής:
«Αχ μωρέ Γιωρίκα, ξέρεις, κοίτα να δεις…
Τη ζωή μου νιώθω εγκλωβισμένη
τώρα πια το μόνο που μου μένει
να φύγω κάνα μήνα, να την κάνω απ’ την Αθήνα,
να μείνω στην απόσταση αυτής της σχέσης
κι αν με ξαναδείς εμένα να με χέσεις,
θα `λεγα, να γίνω πιο σαφής».
Τη χυλόπιτα μασούσε κείνος αργά
και σωστή κρατούσε συμπεριφορά.
Μα είχε την κατάσταση τσεκάρει
όλα τα `χε πάρει πια χαμπάρι,
λέμε για κατίνα απ’ τις πρώτες στην Αθήνα.
Κι ίσως σκέφτηκε να την καθίσει μία
όμως επειδή την είχε αδυναμία
είπε ένα σκέτο «γεια χαρά…»
Αααα… Όσοι ζούνε στη σιωπή,
η καρδούλα τους το ξέρει έρωτας τι πάει να πει… | #2 | Νέοι στίχοι: Ήτανε γεροδεμένος· να `μαι ακριβής
ήταν σκέτο κτήνος εκ κατασκευής
και χωρίς καλά να ξέρει αν τον γουστάρει
ο διάβολος την έβαλε να τόνε πάρει
μία Μεσσαλίνα μες στις τόσες στην Αθήνα,
που ψάχνοντας στον κόσμο εμπειρίες
παν γυρεύοντας σε ιστορίες
με ναύτες, νταλικέρ, καταδρομείς.
Ίσως να `ταν λίγο κι η προφορά
που `χουν όσοι κατεβαίνουν απ’ τον βορά, βορρά,
απ’ την Έδεσσα, την Κατερίνη
κάτι στη μιλιά τους έχει μείνει,
κάτι τέλος πάντων να μην έχει στην Αθήνα.
Λέξεις που να μοιάζουν κεχριμπάρι
σβάρνα, ήρθε, ακόμα δεν τις έχει πάρει.
Πώς για; …Είχε κάποια διαφορά.
Αααα – αγκινάρες με κουκιά,
κόκκινες καλές ντομάτες δυο δεκάρες η οκά.
Μεθυσμένη νύχτα, στ’ άστρα -ναι- ν’ ανεβείς
φτάνει ο πόθος σου, κυρά μου, να `ναι ευσεβής.
Δεν κουράστηκε να τον-ε ρίξει
ίσως όμως να `ταν κι από πλήξη,
σύννεφο η πείνα για εκπλήξεις στην Αθήνα.
Μα για κείνον που `τανε μανάβης,
πώς να σου το πω να καταλάβεις,
έμοιαζε παραμονή γιορτής.
Κι όλα αυτά δε φτάνανε, πέσανε προχτές
κάτι σκόρπιες ειρωνείες κάτι μπηχτές.
Είχε αρχίσει κιόλας να βαριέται,
εκείνος να μιλάει αυτή να χασμουριέται,
νούμερα από κείνα που συμβαίνουν στην Αθήνα.
Μ’ αν ο άλλος είναι κάφρος και δεμένος
και συμβαίνει να `ν’ κι ερωτευμένος
πέφτουν τέλος τίποτα μπουνιές.
Αααα – αγκινάρες με κουκιά,
κόκκινες καλές ντομάτες δυο δεκάρες η οκά.
Τα υπόλοιπα στο Dolce είναι ως εξής:
«Αχ μωρέ Γιωρίκα, ξέρεις, κοίτα να δεις…
Τη ζωή μου νιώθω εγκλωβισμένη
τώρα πια το μόνο που μου μένει
να φύγω κάνα μήνα, να την κάνω απ’ την Αθήνα,
να μείνω στην απόσταση αυτής της σχέσης
κι αν με ξαναδείς εμένα να με χέσεις,
θα `λεγα, να γίνω πιο σαφής».
Τη χυλόπιτα μασούσε κείνος αργά
και σωστή κρατούσε συμπεριφορά.
Μα είχε την κατάσταση τσεκάρει
όλα τα `χε πάρει πια χαμπάρι,
λέμε για κατίνα απ’ τις πρώτες στην Αθήνα.
Κι ίσως σκέφτηκε να την καθίσει μία
όμως επειδή την είχε αδυναμία
είπε ένα σκέτο «γεια χαρά…»
Αααα… Όσοι ζούνε στη σιωπή,
η καρδούλα τους το ξέρει έρωτας τι πάει να πει…
Αποδοχή διόρθωσης στίχων
Τελική διαμόρφωση στίχων
Ήτανε γεροδεμένος· να `μαι ακριβής
ήταν σκέτο κτήνος εκ κατασκευής
και χωρίς καλά να ξέρει αν τον γουστάρει
ο διάβολος την έβαλε να τόνε πάρει
μία Μεσσαλίνα μες στις τόσες στην Αθήνα,
που ψάχνοντας στον κόσμο εμπειρίες
παν γυρεύοντας σε ιστορίες
με ναύτες, νταλικέρ, καταδρομείς.
Ίσως να `ταν λίγο κι η προφορά
που `χουν όσοι κατεβαίνουν απ’ τον βορρά,
απ’ την Έδεσσα, την Κατερίνη
κάτι στη μιλιά τους έχει μείνει,
κάτι τέλος πάντων να μην έχει στην Αθήνα.
Λέξεις που να μοιάζουν κεχριμπάρι
σβάρνα, ήρθε, ακόμα δεν τις έχει πάρει.
Πώς για; …Είχε κάποια διαφορά.
Αααα – αγκινάρες με κουκιά,
κόκκινες καλές ντομάτες δυο δεκάρες η οκά.
Μεθυσμένη νύχτα, στ’ άστρα -ναι- ν’ ανεβείς
φτάνει ο πόθος σου, κυρά μου, να `ναι ευσεβής.
Δεν κουράστηκε να τον-ε ρίξει
ίσως όμως να `ταν κι από πλήξη,
σύννεφο η πείνα για εκπλήξεις στην Αθήνα.
Μα για κείνον που `τανε μανάβης,
πώς να σου το πω να καταλάβεις,
έμοιαζε παραμονή γιορτής.
Κι όλα αυτά δε φτάνανε, πέσανε προχτές
κάτι σκόρπιες ειρωνείες κάτι μπηχτές.
Είχε αρχίσει κιόλας να βαριέται,
εκείνος να μιλάει αυτή να χασμουριέται,
νούμερα από κείνα που συμβαίνουν στην Αθήνα.
Μ’ αν ο άλλος είναι κάφρος και δεμένος
και συμβαίνει να `ν’ κι ερωτευμένος
πέφτουν τέλος τίποτα μπουνιές.
Αααα – αγκινάρες με κουκιά,
κόκκινες καλές ντομάτες δυο δεκάρες η οκά.
Τα υπόλοιπα στο Dolce είναι ως εξής:
«Αχ μωρέ Γιωρίκα, ξέρεις, κοίτα να δεις…
Τη ζωή μου νιώθω εγκλωβισμένη
τώρα πια το μόνο που μου μένει
να φύγω κάνα μήνα, να την κάνω απ’ την Αθήνα,
να μείνω στην απόσταση αυτής της σχέσης
κι αν με ξαναδείς εμένα να με χέσεις,
θα `λεγα, να γίνω πιο σαφής».
Τη χυλόπιτα μασούσε κείνος αργά
και σωστή κρατούσε συμπεριφορά.
Μα είχε την κατάσταση τσεκάρει
όλα τα `χε πάρει πια χαμπάρι,
λέμε για κατίνα απ’ τις πρώτες στην Αθήνα.
Κι ίσως σκέφτηκε να την καθίσει μία
όμως επειδή την είχε αδυναμία
είπε ένα σκέτο «γεια χαρά…»
Αααα… Όσοι ζούνε στη σιωπή,
η καρδούλα τους το ξέρει έρωτας τι πάει να πει… |