#1 | Το όνειρο
Στίχοι: Μουσική:
Δυο γιους είχες μανούλα μου
δυο δέντρα, δυο ποτάμια,
δυο κάστρα Βενετσιάνικα,
δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες.
Ένας για την ανατολή
κι ο άλλος για τη δύση
κι εσύ στη μέση μοναχή
μιλάς, ρωτάς, μιλάς, ρωτάς
τον ήλιο.
Ήλιε που βλέπεις τα βουνά,
που βλέπεις τα ποτάμια
όπου θωρείς τα πάθη μας
και τις φτωχές μανούλες.
Αν δεις τον Παύλο φώναξε
και τον Ανδρέα πες μου.
Μ’ έναν καημό τ’ ανάστησα
μ’ έναν λυγμό τα γέννου.
Μα κείνοι παίρνουνε βουνά
διαβαίνουνε ποτάμια
ο ένας τον άλλο ψάχνουνε
για ν’ αλληλοσφαγούνε.
Κι εκεί στο πιο ψηλό βουνό,
στην πιο ψηλή ραχούλα
σιμά κοντά πλαγιάζουνε
κι όνειρο ί κι όνειρο ίδιο βλέπουν.
Στης μάνας τρέχουνε κι οι
δυο το νεκρικό κρεβάτι.
Μαζί τα χέρια δίνουνε της
κλείνουνε τα μάτια.
Και τα μαχαίρια μπήγουνε
βαθιά μέσα στο χώμα.
Κι απέκει ανέβλυσε νερό
να πιεις να ξε να πιεις να ξεδιψάσεις. | #2 | Νέοι στίχοι: Δυο γιους είχες μανούλα μου
δυο δέντρα, δυο ποτάμια,
δυο κάστρα Βενετσιάνικα,
δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες.
Ένας για την ανατολή
κι ο άλλος για τη δύση
κι εσύ στη μέση μοναχή
μιλάς, ρωτάς, μιλάς, ρωτάς ρωτάς τον ήλιο.
Ήλιε που βλέπεις τα βουνά,
που βλέπεις τα ποτάμια
όπου θωρείς τα πάθη μας
και τις φτωχές μανούλες.
Αν δεις τον Παύλο φώναξε
και τον Ανδρέα πες μου.
Μ’ έναν καημό τ’ ανάστησα
μ’ έναν λυγμό τα γέννου.
Μα κείνοι παίρνουνε βουνά
διαβαίνουνε ποτάμια
ο ένας τον άλλο ψάχνουνε
για ν’ αλληλοσφαγούνε.
Κι εκεί στο πιο ψηλό βουνό,
στην πιο ψηλή ραχούλα
σιμά κοντά πλαγιάζουνε
κι όνειρο ί κι όνειρο ίδιο βλέπουν.
Στης μάνας τρέχουνε κι οι
δυο το νεκρικό κρεβάτι.
Μαζί τα χέρια δίνουνε της
της κλείνουνε τα μάτια.
Και τα μαχαίρια μπήγουνε
βαθιά μέσα στο χώμα.
Κι απέκει ανέβλυσε νερό
να πιεις να ξε να πιεις να ξεδιψάσεις.
Αποδοχή διόρθωσης στίχων
Τελική διαμόρφωση στίχων
Δυο γιους είχες μανούλα μου
δυο δέντρα, δυο ποτάμια,
δυο κάστρα Βενετσιάνικα,
δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες.
Ένας για την ανατολή
κι ο άλλος για τη δύση
κι εσύ στη μέση μοναχή
μιλάς, ρωτάς τον ήλιο.
Ήλιε που βλέπεις τα βουνά,
που βλέπεις τα ποτάμια
όπου θωρείς τα πάθη μας
και τις φτωχές μανούλες.
Αν δεις τον Παύλο φώναξε
και τον Ανδρέα πες μου.
Μ’ έναν καημό τ’ ανάστησα
μ’ έναν λυγμό τα γέννου.
Μα κείνοι παίρνουνε βουνά
διαβαίνουνε ποτάμια
ο ένας τον άλλο ψάχνουνε
για ν’ αλληλοσφαγούνε.
Κι εκεί στο πιο ψηλό βουνό,
στην πιο ψηλή ραχούλα
σιμά κοντά πλαγιάζουνε
κι όνειρο ίδιο βλέπουν.
Στης μάνας τρέχουνε κι οι
δυο το νεκρικό κρεβάτι.
Μαζί τα χέρια δίνουνε
της κλείνουνε τα μάτια.
Και τα μαχαίρια μπήγουνε
βαθιά μέσα στο χώμα.
Κι απέκει ανέβλυσε νερό
να πιεις να ξεδιψάσεις. |