#1 | Το μπλουζ των μουδιασμένων
Στίχοι: Μουσική:
Βαρέθηκα να ξαγρυπνώ σε άδεια δωμάτια
να πίνω το σκοτάδι με ορθάνοιχτα μάτια
να μη μπορώ να κοιμηθώ.
Κουράστηκα να ψάχνω για ελπίδες και λύσεις
τη νύχτα όσο κι αν στείβω, δε γεννά απαντήσεις
κι είναι πανικός το πρώτο φως.
Η πόλη ξημερώνει με βουή
κι ο ήχος της στ’ αυτιά μου μοιάζει ρόγχος.
Η πόλη ξημερώνει ιδρωμένη, πνιγηρή
κι ο ήχος της στ’ αυτιά μου μοιάζει ρόγχος, με ριγεί
και με τρελαίνει, μ’ αρρωσταίνει.
Με τις παλάμες μου κρύβω το πρόσωπό μου
κι έτσι αν κλαίω ή αν με τύφλωσε το φως
κανείς δεν ξέρει.
Μπερδέψατε ουσία με περιουσία
ανόητες ζωές σε νευρική αφασία
πασχίζετε, χωρίς σκοπό.
Ποτέ σας δε νοιαστήκατε το διπλανό σας
κοιτάζατε να σώσετε τον πισινό σας
γκρινιάζετε, μα είν’ αργά.
Μια χώρα ονειρεμένη μαγική
ποια μοίρα στους αιώνες ξεπληρώνει;
Μια χώρα ευλογημένη απ’ τους θεούς, μαγική
ποια μοίρα στους αιώνες ξεπληρώνει τραγική
και μόλις ανασταίνεται ξαναπεθαίνει;
Με τις παλάμες μου κρύβω το πρόσωπό μου
κι έτσι αν κλαίω ή αν δε θέλω να κοιτώ
κανείς δεν ξέρει. | #2 | Νέοι στίχοι:
Βαρέθηκα να ξαγρυπνώ σε άδεια δωμάτια
να πίνω το σκοτάδι με ορθάνοιχτα μάτια
να μη μπορώ να κοιμηθώ. ΤΟ ΜΠΛΟΥΖ ΤΩΝ ΜΟΥΔΙΑΣΜΕΝΩΝ
Κουράστηκα να ψάχνω για ελπίδες Γερά στο χέρι το ποτήρι σου σφιγμένο
καρφιά στη σκέψη σου και λύσεις
τη νύχτα όσο κι αν στείβω, δε γεννά απαντήσεις στην καρδιά σου φράχτες
κι είναι πανικός το πρώτο φως. βλέμμα στο τασάκι καρφωμένο
λες και θα βρεις τη λύση ανάμεσα στις στάχτες.
Η πόλη ξημερώνει με βουή Να ουρλιάξεις θες, μα τα φτερά σου παγωμένα
στέκεις λοιπόν θολός και άδειος στη γωνία
κι ο ήχος της στ’ αυτιά μου μοιάζει ρόγχος. όσοι σε πρόδωσαν, τσιγάρα τελειωμένα
Η πόλη ξημερώνει ιδρωμένη, πνιγηρή
κι ο ήχος της στ’ αυτιά μου μοιάζει ρόγχος, που σβήνεις το 'να πίσω απ' τ' άλλο με ριγεί
και με τρελαίνει, μ’ αρρωσταίνει.
Με τις παλάμες μου κρύβω το πρόσωπό μου
κι έτσι αν κλαίω ή αν με τύφλωσε το φως
κανείς δεν ξέρει. μανία.
Μπερδέψατε ουσία με περιουσία Πώς φύγαν οι ώρες και σε λίγο ξημερώνει
ανόητες ζωές σε νευρική αφασία θεριά κι αγγέλοι στους καπνούς μονομαχούσαν
πασχίζετε, χωρίς σκοπό. όλη η νύχτα μια φωτιά που δε μερώνει
πριν κάνει στάχτη όσους κάποτε γελούσαν.
Ποτέ σας δε νοιαστήκατε το διπλανό σας Βγαίνει ο ήλιος και την πόλη κοροϊδεύει
κοιτάζατε σαν λούζει φως τόσους που πρόωρα γερνάνε
τρέχουν στους ίσκιους να σώσετε τον πισινό σας κρυφτούν και ποιός γυρεύει
γκρινιάζετε, μα είν’ αργά. να βγει στους δρόμους κι όσα έρθουν κι όσα πάνε.
Μια χώρα ονειρεμένη μαγική Βγαίνει ο ήλιος και την πόλη κοροϊδεύει
ποια μοίρα στους αιώνες ξεπληρώνει;
Μια χώρα ευλογημένη απ’ τους θεούς, μαγική
ποια μοίρα στους αιώνες ξεπληρώνει τραγική
και μόλις ανασταίνεται ξαναπεθαίνει;
Με τις παλάμες μου κρύβω το πρόσωπό μου σαν λούζει φως τόσους που πρόωρα γερνάνε
κι έτσι αν κλαίω ή αν δε θέλω να κοιτώ εσύ ποτέ δεν θα σκεφτείς πως τους βολεύει
κανείς δεν ξέρει. μη βγεις στους δρόμους κι όσα έρθουν κι όσα πάνε.
Αποδοχή διόρθωσης στίχων
Τελική διαμόρφωση στίχων
ΤΟ ΜΠΛΟΥΖ ΤΩΝ ΜΟΥΔΙΑΣΜΕΝΩΝ
Γερά στο χέρι το ποτήρι σου σφιγμένο
καρφιά στη σκέψη σου και στην καρδιά σου φράχτες
κι είναι το βλέμμα στο τασάκι καρφωμένο
λες και θα βρεις τη λύση ανάμεσα στις στάχτες.
Να ουρλιάξεις θες, μα τα φτερά σου παγωμένα
στέκεις λοιπόν θολός και άδειος στη γωνία
κι όσοι σε πρόδωσαν, τσιγάρα τελειωμένα
που σβήνεις το 'να πίσω απ' τ' άλλο με μανία.
Πώς φύγαν οι ώρες και σε λίγο ξημερώνει
θεριά κι αγγέλοι στους καπνούς μονομαχούσαν
όλη η νύχτα μια φωτιά που δε μερώνει
πριν κάνει στάχτη όσους κάποτε γελούσαν.
Βγαίνει ο ήλιος και την πόλη κοροϊδεύει
σαν λούζει φως τόσους που πρόωρα γερνάνε
τρέχουν στους ίσκιους να κρυφτούν και ποιός γυρεύει
να βγει στους δρόμους κι όσα έρθουν κι όσα πάνε.
Βγαίνει ο ήλιος και την πόλη κοροϊδεύει
σαν λούζει φως τόσους που πρόωρα γερνάνε
κι εσύ ποτέ δεν θα σκεφτείς πως τους βολεύει
μη βγεις στους δρόμους κι όσα έρθουν κι όσα πάνε. |