#1 | Οι μοιραίοι
Στίχοι: Μουσική:
Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν το βρε και δεν το πε ακόμα.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα! | #2 | Νέοι στίχοι: Mες την υπόγεια την ταβέρνα, ταβέρνα
μες σε καπνούς και σε βρισές βρισιές,
(απάνω απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα) λατέρνα
όλ’ όλ' η παρέα πίναμ’ εψές· πίναμε 'ψές,
εψές, απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα
όλ' η παρέα πίναμε 'ψές,
εψές σαν όλα τα βραδάκια, βραδάκια
να πάνε κάτου κάτω τα φαρμάκια,
εψές σαν όλα τα βραδάκια
να πάνε κάτω τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο άλλον
και κάπου εφτυούσε εφτούσε καταγής.
Ω! Ω πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής! ζωής.
Ω πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής.
Όσο κι ο νους να τυραννιέται, τυραννιέται
άσπρην ημέρα η μέρα δε θυμιέται.
Όσο κι ο νους να τυραννιέται
άσπρην η μέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα γαλάζια
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού! άσωτ' ουρανού,
Ω! Ω της αβγής αυγής κροκάτη γάζα, γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού, δειλινού,
Ω της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας, μας
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας! μας,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας
Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν το βρε και δεν το πε ακόμα.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα! χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας.
Αποδοχή διόρθωσης στίχων
Τελική διαμόρφωση στίχων
Mες την υπόγεια την ταβέρνα
μες σε καπνούς και σε βρισιές,
απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα
όλ' η παρέα πίναμε 'ψές,
απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα
όλ' η παρέα πίναμε 'ψές,
εψές σαν όλα τα βραδάκια
να πάνε κάτω τα φαρμάκια,
εψές σαν όλα τα βραδάκια
να πάνε κάτω τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλον
και κάπου εφτούσε καταγής.
Ω πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής.
Ω πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής.
Όσο κι ο νους να τυραννιέται
άσπρην η μέρα δε θυμιέται.
Όσο κι ο νους να τυραννιέται
άσπρην η μέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζια
και βάθος τ’ άσωτ' ουρανού,
Ω της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
Ω της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας. |